σύγκοπος

From LSJ
Revision as of 07:44, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγκοπος Medium diacritics: σύγκοπος Low diacritics: σύγκοπος Capitals: ΣΥΓΚΟΠΟΣ
Transliteration A: sýnkopos Transliteration B: synkopos Transliteration C: sygkopos Beta Code: su/gkopos

English (LSJ)

σύγκοπον, (συγκοπή ΙΙΙ) falling down in a swoon, D.S. 3.57.

German (Pape)

[Seite 969] von Menschen, die plötzlich entkräftet niederstürzen und wie zerschlagen sind, D. Sic. 3, 57.

Russian (Dvoretsky)

σύγκοπος: лишившийся чувств: σύγκοπον γενέσθαι Diod. упасть в обморок.

Greek (Liddell-Scott)

σύγκοπος: -ον, (συγκοπὴ ΙΙΙ) ὁ πίπτων κάτω ἐκ συγκοπῆς ἢ λυποθυμίας, λιπόθυμος, Διόδ. 3. 57.

Greek Monolingual

-ον, Α συγκόπτω
αυτός που πέφτει κάτω εξαιτίας συγκοπής.