εὐποσία

From LSJ
Revision as of 11:23, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐποσία Medium diacritics: εὐποσία Low diacritics: ευποσία Capitals: ΕΥΠΟΣΙΑ
Transliteration A: euposía Transliteration B: euposia Transliteration C: efposia Beta Code: eu)posi/a

English (LSJ)

ἡ, abundance, IPE12.140, 141 (Olbia); θεὰ Εὐ. Judeich Altertümer von Hierapolis 26.

Greek (Liddell-Scott)

εὐποσία: ἡ, = εὐβοσία, καλὴ βοσκή, εὐκαρπία, εὐθηνεία, Ἐπιγρ. Ὀλβίας, Struve ἐν φυλλαδίῳ (1866) σ. 26-7, πρβλ. Κουμανούδ. Συναγ. λέξ. ἀθησαυρ. ἐν λέξει.

Greek Monolingual

εὐποσία, ή (ΑΜ)
μσν.
κρασοκατάνυξη
αρχ.
1. ευκαρπία, αφθονία
2. (ως προσωποποίηση) η θεά Εὐβοσία ή Εὐποσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ποσία (< πότης), πρβλ. οινοποσία].