ἰδικός
ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top
English (LSJ)
[ῑδ], ή, όν, (εἶδος) late form of εἰδικός (q.v.),
A special, Stob.2.7.11n, Ath.9.373b, Gal.1.333 (Sup.), Wilcken Chr.6.14(v A.D.), etc.; τὰ ἰ. τῶν γενῶν Ascl.Tact.12.11, etc.
2 [ῐδ] (ἴδιος) proper, one's own, AP5.105 (Diotim.), Man.5.122. Adv. ἰδικῶς Herm.in Phdr. p.185A.; opp. κοινῶς, Simp.in Ph.848.21: Comp. ἰδικώτερον Ath.7.299d.
German (Pape)
[Seite 1236] eigenthümlich, besonders, Sp.; ἰδικῶς wird als unattisch für ἰδίᾳ verworfen, Villois. Anecd. Vgl. εἰδικός, mit dem es oft verwechselt worden.
Russian (Dvoretsky)
ἰδικός: собственный, являющийся собственностью: τὴν ἰδικὴν (sc. ὁδὸν) φέρεσθαι Anth. идти своей собственной дорогой.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδικός: -ή, -όν, (εἶδος) μεταγεν. τύπος τοῦ εἰδικός (ὃ ἴδε), ἰδιαίτερος, εἰδικός, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 236, Ἀνθ. 373Β, Γαλην., κλ. 2) ἀνήκων εἴς τινα, ἴδιός τινος, Ἀνθ. Π. 5. 106, Μανέθων 5. 122. - Ἐπίρρ. -κῶς, Συγκρ. -ώτερον, Ἀθήν. 299D.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἰδικός, -ή, -όν)
δικός, αυτός που ανήκει σε κάποιον.
επίρρ...
ἰδικῶς (Α)
ξεχωριστά, ιδιαιτέρως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την κοινή σημ. «δικός» < ίδιος + -(ι)κος
από το επίθ. ιδικός προέρχεται ο νεοελλ. τ. δικός].