φύξηλις
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
English (LSJ)
ιος and ιδος, ὁ, ἡ, cowardly, φύξηλιν ἐόντα Il.17.143, cf. Nic.Al.472, Lyc.943.
German (Pape)
[Seite 1316] ιος u. ιδος, flüchtig, feig; φύξηλιν ἐόντα Il. 17, 143; sp. D., Lycophr. 943 Nic. Al. 472.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ὁ, ἡ)
acc. ιν;
fuyard, lâche.
Étymologie: φεύγω.
Russian (Dvoretsky)
φύξηλις: ιδος и ιος adj. Hom. = φυζακινός.
Greek (Liddell-Scott)
φύξηλις: -ιος, καὶ ιδος, ὁ, ἡ, φυγοπόλεμος, δειλός, φύξηλιν ἐόντα Ἰλ. Ρ. 143, πρβλ. Νικ. Ἀλεξιφ. 472, Λυκόφρ. 943· φ. μόχθων Συνεσ. Ὕμν. 5. 46.
English (Autenrieth)
cowardly, Il. 17.143†.
Greek Monolingual
-ήλιος και -ήλιδος, ὁ, ἡ, Α
φυγόμαχος, δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυξ- της μηδενισμένης βαθμίδας του ρ. φεύγω (πρβλ. το ριζικό όν. φύξ) + επίθημα -ηλ-ις (< επίθημα -ēl-, πρβλ. ἀνθ-ήλ-η, χαμ-ηλ-ός + κατάλ. -ίς). Για το ζεύγος φύξ-ι-ς: φύξ-ηλ-ις, πρβλ. ὕψ-ι: ὑψ-ηλ-ός. Η άποψη ότι ο τ. φύξηλις έχει προέλθει μέσω ενός αμάρτυρου θηλ. φυξᾱ (< φυγ-σᾱ, πρβλ. κνίση) με επίθημα σε -λ- θεωρείται λιγότερο πιθανή].
Frisk Etymology German
φύξηλις: {phúksēlis}
See also: s. φεύγω.
Page 2,1051