πλειονότης
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
-ητος, ἡ, length of string in the monochord, Nicom. Harm.10 (pl., opp. βραχύτητες).
German (Pape)
[Seite 628] ητος, ἡ, Mehrheit, größere Länge, Gegensatz von βραχύτης, Nicom. mus., s. πλεονότης.
Greek (Liddell-Scott)
πλειονότης: -ητος, ἡ, ἡ μακρότης συλλαβῆς, Νικομαχ. Γερασ. Ἐγχειρ. Ἁρμον. 18.