ἀποκάθαρμα

From LSJ
Revision as of 11:47, 15 October 2024 by Spiros (talk | contribs)

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκᾰθᾰρμα Medium diacritics: ἀποκάθαρμα Low diacritics: αποκάθαρμα Capitals: ΑΠΟΚΑΘΑΡΜΑ
Transliteration A: apokátharma Transliteration B: apokatharma Transliteration C: apokatharma Beta Code: a)poka/qarma

English (LSJ)

-ατος, τό, that which is cleared off, excretion, ἀ. ἡ χολή Arist.PA677a29, cf. HA546b24; by-product, dross, 624a15; dregs, τῶν ὄντων Jul.Or.5.170d; offscourings, slops, St.Byz. s.v. Ἀζανία (pl.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
residuo, desecho ἀποκάθαρμά ἐστιν ἡ χολή Arist.PA 677a29, τοῦτο δὲ συμβαίνει ὥσπερ ἀποκάθαρμα (sc. μελίκηρα) Arist.HA 546b24, ὥσπερ ἀποκάθαρμα αὐταῖς τοῦ κηροῦ (sc. μίτυς) Arist.HA 624a15, ἀ. τῶν ὄντων Iul.Or.8.170d, ἐμβαλεῖν τὰ ἀποκαθάρματα tirar la basura St.Byz.s.u. Ἀζανία, τὰ ἀποκαθάρματα ἤτοι ἀποκοσκινήματα PMasp.2.3.11 (VI d.C.), τὸ ἀποκάθαρμα τοῦ σώματος de la menstruación, Clem.Al.Paed.2.10.

German (Pape)

[Seite 305] τό, das beim Reinigen Weggeworfene, Unrath, Arist. H. A. 5, 15; ein verworfener Mensch, Abschaum, Sp. Auch was zum Reinigungsopfer gebraucht wird.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκάθαρμα: ατος τό физиол. выделение, секрет Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκάθαρμα: -ατος, τό, τὸ ἀπεκκρινόμενον, τὸ περίττωμα, ἀποκάθαρμα ἡ χολὴ Ἀριστ. περὶ Ζ. μορ. 4. 2, 10· ὅσα ἐκ ἀποκαθάρματος γίνονται καὶ ἐκκρίσεως Πρβλ. 4. 13, (ἡ μίτυς) ὥσπερ ἀποκάθαρμα αὐταῖς τοῦ κηροῦ Ἱστ. Ζ. 1. 5, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἀποκαθάρματα, τὰ ἐκ τοῦ καθαρμοῦ ἀποπλύματα, Στέφ. Βυζ. ἐν λέξει Ἀζανία: - πρβλ. κάθαρμα.

Greek Monolingual

το (Α)
ό,τι αποβάλλεται με τις απεκκρίσεις του οργανισμού.