ἄχορος

Revision as of 07:37, 19 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " E.''Andr.''" to " E.''Andr.''")

English (LSJ)

ἄχορον, without the dance, epithet of Ares, to mark the horrors of war, A.Supp.681 (lyr.); of death, μοῖρ'.. ἄλυρος, ἄ. S.OC1222 (lyr.); ἄ. στοναχαί v.l. in E.Andr.1037 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον
ajeno, hostil a los coros festivos ἄχορον ἀκίθαριν ... Ἄρην A.Supp.681, Μοῖρ' ... ἀνυμέναιος ἄλυρος ἄ. S.OC 1222
que no tiene coros festivos ἄχορον οἰκοῦσι χθόνα E.Cyc.124, θυσίαι Plu.2.16c
ἀχόρους· κακοχόρους Hsch. (sobre la v.l. ἀχόρους στοναχάς en E.Andr.1037).

German (Pape)

[Seite 419] ohne Reigentänze, θυσία Plut. de aud. poet. 2; traurig, μοῖρα Soph. O. C. 1224; στοναχὰς ἐμέλποντο Eur. Andr. 1038; – Ἄρης, der sich an Tänzen nicht ergötzt, Aesch. Suppl. 638.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non accompagné de danses ; triste, affreux.
Étymologie: , χορός.

Russian (Dvoretsky)

ἄχορος:
1 не сопровождаемый плясками (θυσίαι Plut.);
2 чуждый плясок, т. е. безрадостный, мрачный (Ἄρης Aesch.; μοῖρα Soph.; στοναχαί Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄχορος: -ον, ὁ ἄνευ χοροῦ, ἐπιθ. τοῦ Ἄρεως, δηλοῦν τὴν φρίκην τοῦ πολέμου, Αἰσχύλ. Ἱκ. 635,681· περὶ τοῦ θανάτου, μοῖρ’... ἄλυρος, ἄχ. Σοφ. Ο.Κ.1223· ἄχ. στοναχαί Εὐρ. Ἀνδρ. 1038.

Greek Monolingual

ἄχορος, -ον (Α)
ο δίχως χορό, θλιβερός.

Greek Monotonic

ἄχορος: -ον, αυτός που στερείται χορού, λέγεται για το θάνατο, σε Σοφ.· μελαγχολικός, σε Ευρ.

Middle Liddell

without the dance, of death, Soph.: melancholy, Eur.

English (Woodhouse)

without the dance