μεράρχης

From LSJ
Revision as of 10:41, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεράρχης Medium diacritics: μεράρχης Low diacritics: μεράρχης Capitals: ΜΕΡΑΡΧΗΣ
Transliteration A: merárchēs Transliteration B: merarchēs Transliteration C: merarchis Beta Code: mera/rxhs

English (LSJ)

μεράρχου, ὁ, (μέρος)
A distributing official of a deme, IG22.1203 (pl.).
2 commander of a division of 2,048 men, Ascl.Tact.2.10, Arr. Tact.10.5; also, commander of 32 elephants, Ael.Tact.23.

German (Pape)

[Seite 134] ὁ, Anführer einer Heeresabtheilung von 2048 Mann, Ael. Tact.

Greek (Liddell-Scott)

μεράρχης: -ου, ὁ, (μέρος) ὁ ἀρχηγὸς μεραρχίας, δηλ. 2048 ἀνδρῶν, Ἀρρ. Τακτ. 10. 5, κλ.

Greek Monolingual

μεράρχης, ὁ (Α)
1. αξιωματούχος ενός δήμου ο οποίος έκανε διανομές
2. αρχηγός μεραρχίας, στρατιωτικού σώματος 2.048 ανδρών
3. διοικητής 32 ελεφάντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος + -άρχης].