διαπεύθομαι
From LSJ
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
English (LSJ)
poet. for διαπυνθάνομαι, A.Ag.807 (anap.).
Spanish (DGE)
investigar abs. γνώσῃ δὲ χρόνῳ διαπευθόμενος A.A.807.
German (Pape)
[Seite 595] = διαπυνθάνομαι, Aesch. Ag. 808.
French (Bailly abrégé)
seul. part. prés;
poét. c. διαπυνθάνομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-πεύθομαι, poët. voor διαπυνθάνομαι, erachter komen, horen: met acc.: τὸν... οἰκουροῦντα wie... bestuurt Aeschl. Ag. 807.
Russian (Dvoretsky)
διαπεύθομαι: Aesch. = διαπυνθάνομαι.
Greek (Liddell-Scott)
διαπεύθομαι: ποιητικ. ἀντὶ τοῦ διαπυνθάνομαι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 807.
Greek Monolingual
βλ. διαπυνθάνομαι.
Greek Monotonic
διαπεύθομαι: ποιητ. αντί διαπυνθάνομαι, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
poet. for διαπυνθάνομαι Aesch.]