παμπορθής
From LSJ
κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you
English (LSJ)
παμπορθές, all-destroying, prob. for παμπρόσθη in A.Ag.714 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui détruit tout.
Étymologie: πᾶν, πέρθω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παμπορθής -ές [πᾶς, πέρθω] vol verwoesting.
Russian (Dvoretsky)
παμπορθής: всеразрушающий, гибельный (Aesch. - v.l. к παμπρόσθη).
Greek (Liddell-Scott)
παμπορθής: -ές, ἴδε παμπρόσθη.
Greek Monolingual
παμπορθής, -ές (Α)
(αμφβλ. γρφ.) αυτός που καταστρέφει τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -πορθής (< πορθῶ)].