χείριξις

From LSJ
Revision as of 11:00, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χείριξις Medium diacritics: χείριξις Low diacritics: χείριξις Capitals: ΧΕΙΡΙΞΙΣ
Transliteration A: cheírixis Transliteration B: cheirixis Transliteration C: cheiriksis Beta Code: xei/ricis

English (LSJ)

λος, ἡ,
A = χειρισμός 1, Hp.Fract.7.
II administration, τοῦ ἀργυρίου IG9(1).694.66 (Corc., ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1345] ἡ, wundärztliche Operation, Hippocr. – Uebh. = χείρισις, ἀργυρίου Inscr. 1845 a.

Greek (Liddell-Scott)

χείριξις: ἡ, = χειρισμὸς Ι, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 756. ΙΙ. διαχείρισις, διοίκησις, τοῖς αἱρεθεῖσι εἰς τὴν χείριξιν τοῦ ἀργυρίου Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 66.

Greek Monolingual

-ίξεως, ἡ, Α χειρίζω
1. χειρουργική επέμβαση
2. διαχείριση («... εἰς τὴν χείριξιν τοῦ ἀργυρίου», επιγρ.).