ἀνίχνευσις
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
English (LSJ)
-εως, ἡ, tracing out, investigation, Eust.1437.16.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ investigación Eust.1437.16.
Greek Monolingual
η (Μ ἀνίχνευσις)
1. αναζήτηση θηράματος με παρακολούθηση τών ιχνών του
2. προσεκτική διερεύνηση με αφετηρία ορισμένα ίχνη
νεοελλ.
1. χημ. εξακρίβωση της παρουσίας στοιχείου ή ένωσης σε άγνωστο δείγμα
2. στρ. μέθοδος και ενέργεια επισήμανσης τών θέσεων και της δύναμης του εχθρού.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνίχνευσις: -εως, ἡ, τὸ ἀνιχνεύειν, Εὐστρ. 1437. 16.