καταπετρόω
From LSJ
English (LSJ)
A stone to death, X.An.1.3.2 (Pass.).
II throw down from a rock, Str.3.3.7.
German (Pape)
[Seite 1369] mit Steinen bedecken, zu Tode steinigen; Xen. An. 1, 3, 2; Strab. III, 155.
French (Bailly abrégé)
καταπετρῶ :
lapider.
Étymologie: κατά, πετρόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-πετρόω stenigen.
Russian (Dvoretsky)
καταπετρόω: побивать камнями (Κλέαρχος μικρὸν ἐξέφυγε τὸ μὴ καταπετρωθῆναι Xen.).
Greek Monotonic
καταπετρόω: μέλ. -ώσω, λιθοβολώ μέχρι θανάτου, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
καταπετρόω: λιθοβολῶν φονεύω ἢ ἐπισωρεύων ἐπ’ αὐτοῦ πέτρας ἐξαφανίζω, ἐξέφυγε τοῦ μὴ καταπετρωθῆναι Ξεν. Ἀν. 1. 3, 2· πρβλ. καταλιθόω. ΙΙ. καταρρίπτω ἔκ τινος βράχου (ἐκ πετρῶν) τοὺς θανατουμένους καταπετροῦσι, τοὺς δὲ πατραλοίας ἔξω τῶν ὅρων ἢ τῶν πόλεων καταλεύουσιν Στράβ. 3. σ. 155.