κρόκινος

From LSJ
Revision as of 10:28, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρόκῐνος Medium diacritics: κρόκινος Low diacritics: κρόκινος Capitals: ΚΡΟΚΙΝΟΣ
Transliteration A: krókinos Transliteration B: krokinos Transliteration C: krokinos Beta Code: kro/kinos

English (LSJ)

η, ον,
A of or made from saffron, μύρα AP11.34 (Phld.), cf. Theophrastus De Odoribus 27, Plb. 30.26.1, Apollon. ap. Gal.12.475, Aret.CA1.6; τὸ κ. LXX Pr.7.17, Dsc.1.54.
2 yellow, Stratt.69, Thphr. HP 1.13.1, 3.4.5, POxy. 1679.5 (iii A. D.), Democr.Eph. ap. Ath.12.525c:—the form κρόκιος in Artem.1.77 is corrupt.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 de safran;
2 fait avec du safran ; τὸ κρόκινον (μύρον) espèce de safran;
3 teint avec du safran.
Étymologie: κρόκος.

German (Pape)

saffranfarbig; ἄνθος Theophr.; ὑφαντά bei Ath. XII.525e; – aus Saffran gemacht, μύρον, Sp., wie Philodem. 22 (XI.341.

Russian (Dvoretsky)

κρόκῐνος: шафранный (μύρον Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

κρόκῐνος: -η, -ον, (κρόκος) ἀνήκων εἰς τὸν κρόκον, ἄνθος Θεόφρ. π. Φ. Ἱστ. 1. 13, 1., 3. 4, 5. 2) παρεσκευασμένος ἐκ κρόκου, μύρον Ἀνθ. Π. 11. 34, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 27· τὸ κρ. Ἑβδ. (Παροιμ. Ζ΄, 17) 3) ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ κρόκου, Δημόκρ. Ἐφέσ. παρ’ Ἀθην. 525C· ― ὁ τύπος κρόκιος, ἐν Ἀντικλείδ. αὐτόθι 473C, Ἀρτεμ. 1. 77, φαίνεται ἐφθαρμένος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κρόκινος, -ίνη, -ον) κρόκος
1. αυτός που έχει το χρώμα του κρόκου, κίτρινος
2. αυτός που παρασκευάζεται από κρόκο
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η κροκίνη (βιοχ.) ετεροζίτης που αποτελεί την κύρια χρωστική της ζαφοράς.

Greek Monotonic

κρόκῐνος: -η, -ον (κρόκος), αυτός που προέρχεται από κροκό, σε Ανθ.

Middle Liddell

κρόκῐνος, η, ον κρόκος
of saffron, Anth.