ἔκκριμα
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
-ατος, τό, secretion, Theophrastus Ign.76.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 exhalación de vapor, Thphr.Ign.76.
2 secreción de semen Suppl.Mag.79.1, plu. gener., Simp.in Ph.173.25.
3 desecho, depósito τὰ πεταλώδη ἐκκρίματα ἐν τῷ οὔρῳ Steph.in Hp.Aph.2.424.27, cf. 426.1.
German (Pape)
[Seite 765] τό, das Ausgeschiedene, Excrement, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκκρῐμα: τό, ἐκκριθέν, τὸ ἀποχωρισθέν, Θεόφρ. π. Πυρὸς 76.
Greek Monolingual
το (AM ἔκκριμα)
προϊόν έκκρισης, αυτό που προέρχεται από έκκριση.