χολοδεκτικός

From LSJ
Revision as of 09:21, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χολοδεκτικός Medium diacritics: χολοδεκτικός Low diacritics: χολοδεκτικός Capitals: ΧΟΛΟΔΕΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: cholodektikós Transliteration B: cholodektikos Transliteration C: cholodektikos Beta Code: xolodektiko/s

English (LSJ)

χολοδεκτική, χολοδεκτικόν, = choleric, irascible, Lat. irascibilis, Glossaria.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
ευερέθιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος /χολή + δεκτικός (< δέχομαι), πρβλ. αἱματοδεκτικός.