χολοδεκτικός
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
English (LSJ)
χολοδεκτική, χολοδεκτικόν, = choleric, irascible, Lat. irascibilis, Glossaria.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
ευερέθιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος /χολή + δεκτικός (< δέχομαι), πρβλ. αἱματοδεκτικός.