αἱματικός

From LSJ
Revision as of 10:35, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱμᾰτικός Medium diacritics: αἱματικός Low diacritics: αιματικός Capitals: ΑΙΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: haimatikós Transliteration B: haimatikos Transliteration C: aimatikos Beta Code: ai(matiko/s

English (LSJ)

αἱματική, αἱματικόν,
A of the blood, θερμότης Arist.PA697a29; ὑγρότης Id.GA777a7; τροφή, ὕλη, Id.PA652a21, 665b6; χυμός Gal.13.332.
II = ἔναιμος, of animals which have blood, opp. ἄναιμος, Arist.PA665b5, cf. HA489a25; τὸ ἧπαρ -κώτατον PA673b27.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 de la sangre, propio de la sangre θερμότης Arist.PA 697a29, τροφή Arist.PA 652a21, ὕλη Arist.PA 665b6, ὑγρότης Arist.GA 777a7, χυμός Gal.13.332.
2 que tiene sangre op. ἄναιμος de animales, Arist.PA 665b5, HA 489a25, τὸ ἧπαρ αἱματικώτατον Arist.PA 673b27.

Greek (Liddell-Scott)

αἱματικός: -ή, -όν, ὁ εἰς τὸ αἷμα ἀνήκων· θερμότης, Ἀριστ. Μορ. Ζ. 4. 13, 27· ὑγρότης, ὁ αὐτ. Γεν. Ζ. 4. 8, 13· τροφή, ὕλη, ὁ αὐτ. Μορ. Ζ. 2. 6, 8., 3. 4, 3. ΙΙ = ἔναιμος, ἐπὶ τῶν ἐχόντων αἷμα ζῴων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἄναιμος, ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 1. 4, 2, Μορ. Ζ. 2. 1, 21, κτλ.

Russian (Dvoretsky)

αἱμᾰτικός:
1 кровяной, содержащийся в крови (θερμότης Arst.);
2 кровеносный (ἶνες Arst.);
3 обладающий кровью (ζῷα Arst.).

German (Pape)

Blut enthaltend, Arist. Gegensatz von ἄναιμος, H.A. 1.4, und oft μόρια, ἶνες und dgl.