χρυσεῖον
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
τό, gold mine, Plb.34.10.10: pl. χρυσεῖα = gold mines, X. HG4.8.37, Plb.3.57.3, etc.: gen. pl. written χρυσέων, PSI6.601.10 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1379] τό, 1) Goldgrube, Goldbergwerk, Pol. 34, 10, 10; gew. im plur., χρυσείων μετάλλων Thuc. 4, 105; Xen. Hell. 4, 8,37. 5, 2,12; Pol. 3, 57, 3. – 2) Werkstätte eines Goldarbeiters, Strab.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
mine d'or.
Étymologie: χρυσός.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσεῖον: τό преимущ. pl. золотой рудник Xen. etc.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσεῖον: τό, ἐργαστήριον χρυσοχόου, Στράβ. 146. ΙΙ. μεταλλεῖον χρυσοῦ (ἴδε ἐν λέξ. χρύσεος Ι. 2), Πολύβ. 34. 10, 10· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. χρυσεῖα, χρυσωρυχεῖα, μεταλλεῖα χρυσοῦ, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 37, Πολύβ. 3. 57, 3.
Greek Monolingual
και δ. γρφ. χρυσέον, τὸ, Α
1. εργαστήριο χρυσοχόου
2. χρυσωρυχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + κατάλ. -εῖον (πρβλ. μαντεῖον)].
Greek Monotonic
χρῡσεῖον: τό (χρυσός)·
I. εργαστήριο χρυσοχόου, σε Στράβ.
II. μεταλλείο χρυσού, σε πληθ., χρυσεῖα, χρυσωρυχεία, σε Ξεν.
Middle Liddell
χρῡσεῖον, ου, τό, χρυσός
I. a goldsmith's shop, Strab.
II. a gold-mine: in plural χρυσεῖα, gold-mines, Xen.