χρυσεῖον

From LSJ
Revision as of 23:55, 4 November 2024 by Spiros (talk | contribs)

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσεῖον Medium diacritics: χρυσεῖον Low diacritics: χρυσείον Capitals: ΧΡΥΣΕΙΟΝ
Transliteration A: chryseîon Transliteration B: chryseion Transliteration C: chryseion Beta Code: xrusei=on

English (LSJ)

τό, gold mine, Plb.34.10.10: pl. χρυσεῖα = gold mines, X. HG4.8.37, Plb.3.57.3, etc.: gen. pl. written χρυσέων, PSI6.601.10 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1379] τό, 1) Goldgrube, Goldbergwerk, Pol. 34, 10, 10; gew. im plur., χρυσείων μετάλλων Thuc. 4, 105; Xen. Hell. 4, 8,37. 5, 2,12; Pol. 3, 57, 3. – 2) Werkstätte eines Goldarbeiters, Strab.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
mine d'or.
Étymologie: χρυσός.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσεῖον: τό преимущ. pl. золотой рудник Xen. etc.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσεῖον: τό, ἐργαστήριον χρυσοχόου, Στράβ. 146. ΙΙ. μεταλλεῖον χρυσοῦ (ἴδε ἐν λέξ. χρύσεος Ι. 2), Πολύβ. 34. 10, 10· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. χρυσεῖα, χρυσωρυχεῖα, μεταλλεῖα χρυσοῦ, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 37, Πολύβ. 3. 57, 3.

Greek Monolingual

και δ. γρφ. χρυσέον, τὸ, Α
1. εργαστήριο χρυσοχόου
2. χρυσωρυχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + κατάλ. -εῖον (πρβλ. μαντεῖον)].

Greek Monotonic

χρῡσεῖον: τό (χρυσός
I. εργαστήριο χρυσοχόου, σε Στράβ.
II. μεταλλείο χρυσού, σε πληθ., χρυσεῖα, χρυσωρυχεία, σε Ξεν.

Middle Liddell

χρῡσεῖον, ου, τό, χρυσός
I. a goldsmith's shop, Strab.
II. a gold-mine: in plural χρυσεῖα, gold-mines, Xen.