διασαίνω
From LSJ
καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers
English (LSJ)
strengthened for σαίνω, ταῖς οὐραῖς X.Cyn.4.3.
Spanish (DGE)
hacer continuos movimientos ταῖς οὐραῖς de los perros, X.Cyn.4.3.
German (Pape)
[Seite 601] = σαίνω; ταῖς οὐραῖς Xen. Cyn. 4, 3.
French (Bailly abrégé)
remuer la queue en parl. de chiens.
Étymologie: διά, σαίνω.
Russian (Dvoretsky)
διασαίνω: размахивать, вилять (ταῖς οὐραῖς Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
διασαίνω: ἐπιτεταμ. σαίνω, Ξεν. Κυν. 4. 3.
Greek Monotonic
διασαίνω: επιτετ. τύπος του σαίνω, κολακεύω με δουλοπρέπεια, σε Ξεν.