Ἀναξαγόρειος
From LSJ
παρώνυμα δέ λέγεται ὅσα ἀπό τινος διαφέροντα τῇ πτώσει τήν κατά τοὔνομα προσηγορίαν ἔχει, οἷον ἀπό τῆς γραμματικῆς ὁ γραμματικός καί ἀπό τῆς ἀνδρείας ὁ ἀνδρεῖος. → Things are said to be named 'derivatively', which derive their name from some other nam
English (LSJ)
α, ον, of Anaxagoras, διάκοσμος Satyr.Vit.Eur.Fr. 37; τὸ Ἀ. the saying of A., Plu.2.679a; οἱ Ἀ. Pl.Cra.409b.
Spanish (DGE)
-α, -ον
1 de Anaxágoras, anaxagórico, διάκοσμος Satyr.Vit.Eur.37.3.17.
2 subst. οἱ Ἀ. los de la escuela de Anaxágoras Pl.Cra.409b
•τὸ Ἀ. la sentencia de Anaxágoras Plu.2.679a, 929b.