εἴσκειμαι
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
used as Pass. of εἰστίθημι, to be put on board ship, Th. 6.32.
German (Pape)
[Seite 743] hineingelegt sein, darin liegen, Her. 2, 73 Thuc. 6, 32.
Russian (Dvoretsky)
εἴσκειμαι: староатт. ἔσκειμαι досл. быть сложенным внутрь (о грузе), быть погруженным (ἐσέκειτο πάντα Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
εἴσκειμαι: ὡς παθ. τοῦ εἰστίθημι, εἶμαι τιθειμένος ἐντός, ἔγκειμαι, ἐπειδὴ δὲ αἱ νῆες πλήρεις ἦσαν καὶ ἐσέκειτο πάντα ἤδη ὅσα ἔχοντες ἔμελλον ἀνάξεσθαι Θουκ. 6. 32· πρβλ. ἔγκειμαι Ι. 1, καὶ ἴδε τὴν πρόθεσιν εἰς Ι. 2.
Greek Monolingual
εἴσκειμαι (AM)
μσν.
είμαι κοντά, πλησιάζω
αρχ.
είμαι τοποθετημένος μέσα.