ἀνέρομαι

From LSJ
Revision as of 11:40, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348

German (Pape)

[Seite 226] s. ἀνείρομαι.

French (Bailly abrégé)

f. ἀνερήσομαι, ao.2 ἀνηρόμην, pf. inus.
interroger : τινα qqn ; τι demander qch ; τινά τι demander qch à qqn ; μή μ' ἀνέρῃ τίς εἰμι SOPH ne me demande pas qui je suis.
Étymologie: ἀνά, ἔρομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέρομαι: эп.-ион. ἀνείρομαι (рас)спрашивать (τινα Hom., Eur.; τι Hom. и περί τινος Plat.; τινά τι Hom., Eur., Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέρομαι: ἴδε ἀνείρομαι.

Greek Monotonic

ἀνέρομαι: Επικ. -είρομαι· αόρ. βʹ -ηρόμην, απαρ. -ερέσθαι, μέλ. -ερήσομαι·
1. με αιτ. προσ., ερωτώ κάποιον, εξετάζω, ανακρίνω, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.
2. με αιτ. πράγμ., ρωτώ για κάτι, σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ.
3. με διπλή αιτ., ρωτώ κάποιον για κάτι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.

Middle Liddell

1. c. acc. pers. to enquire of, question, Od., Soph.
2. c. acc. rei, to ask about, Od., Plat.
3. c. dupl. acc. to ask a person about a thing, Il., Soph.