σχοινοδρόμος
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
ὁ, rope-climber, ὁ ἐν τῇ νηΐ σ. Hsch. s.v. σχοινίον.
German (Pape)
[Seite 1057] auf dem Seile laufend, gehend, Hesych. v. σχοινίον.
Greek (Liddell-Scott)
σχοινοδρόμος: ὁ, ὁ τρέχων ἐπὶ σχοινίων, ὁ ἐν τῇ νηῒ σχ. Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
ελκόμενο ντεκοβίλ χρησιμοποιούμενο σε ορυχεία και σε μεταλλεία
αρχ.
αυτός που τρέχει, που βαδίζει πάνω σε σχοινί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. πελαγοδρόμος.
Translations
tightrope walker
Armenian: լարախաղաց, փահլևան, քյանդրբազ; Belarusian: канатаходзец; Bulgarian: въжеиграч; Catalan: funambulista, funàmbul; Chinese Mandarin: 走繩索的人/走绳索的人; Dutch: koorddanser; English: funambulist, rope climber, rope dancer, rope-climber, ropedancer, rope-dancer, tightrope walker; Finnish: nuorallatanssija, nuorallakävelijä; French: funambule; German: Seiltänzer, Seiltänzerin; Greek: σχοινοβάτης, σχοινοβάτισσα; Ancient Greek: αἰθροβάτης, ἀκροβάτης, ἀρνευτήρ, κρημνοβάτας, κρημνοβάτης, νευροβάτης, πεταυριστής, πετευριστήρ, πετευριστής, σχοινοβάτης, σχοινοδρόμος; Hungarian: légtornász, kötéltáncos; Indonesian: pejalan tali; Italian: funambolo; Japanese: 綱渡り師; Kazakh: даршы; Kyrgyz: дарчы; Latin: funambulus, funiambulus, schoenobates; Polish: linoskoczek; Portuguese: funâmbulo; Romanian: funambul, funambulă; Russian: канатоходец, канатоходка, эквилибрист, балансёр; Spanish: funámbulo, volatinero; Swedish: lindansare; Turkish: ip cambazı; Turkmen: darbaz; Ukrainian: канатоходець; Uyghur: دارۋاز; Uzbek: dorboz; Volapük: jainadanüdan, jainahidanüdan, jainajidanüdan