ἀποφέρβομαι
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
English (LSJ)
feed on, σοφίαν dub. l. in E.Med.826 (lyr.).
Spanish (DGE)
dud. nutrirse de σοφίαν E.Med.826 (var.).
German (Pape)
[Seite 334] abweiden; übertr., Eur. ἱερᾶς χώρας σοφίαν, genießen, Med. 827.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
se repaître de, acc..
Étymologie: ἀπό, φέρβομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀποφέρβομαι: досл. питаться, перен. впитывать, вкушать (σοφίαν Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφέρβομαι: ἀποθ. τρέφομαι ἀπό τινος, καρποῦμαι, ἱερᾶς χώρας ἀπορθήτου τ’ ἀποφερβόμενοι κλεινοτάταν σοφίαν Εὐρ. Μήδ. 826.
Greek Monotonic
ἀποφέρβομαι: αποθ., τρέφομαι από κάτι, καρπώνομαι κάτι, τι, σε Ευρ.
Middle Liddell
Mid. to feed on, τι Eur.