καλλίπρῳρος
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
καλλίπρῳρον, (πρῷρα) with beautiful prow, of ships, E., Med. 1335: metaph., of men, with beautiful face, beautiful, βλάστημα A.Th.533; στόμα κ. Id.Ag.235 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 à la belle proue;
2 à l'aspect gracieux, de belle apparence.
Étymologie: καλός, πρῷρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλίπρῳρος en καλλίπρωιρος -ον [καλός, πρῷρα] met mooie voorsteven:; τὸ καλλίπρῳρον... Ἀργοῦς σκάφος het schip de Argo, met zijn mooie voorsteven Eur. Med. 1335; overdr. fraai gevormd:. στόμα καλλίπρῳρος haar fraai gevormde mond Aeschl. Ag. 235.
German (Pape)
mit schönem Vorderteil, Ἀργοῦς σκάφος Eur. Med. 1335.
übertragen, mit schönem Antlitz, Aesch. Spt. 515, στόμα Ag. 227.
Russian (Dvoretsky)
καλλίπρῳρος:
1 (о корабле), с красивой носовой частью (Ἀργοῦς σκάφος Eur.);
2 с красивым лицом, красивый (sc. ἀνδρόπαις ἀνήρ Aesch.).
Greek Monotonic
καλλίπρῳρος: -ον (πρῴρα), αυτός που έχει όμορφη πλώρη, σε Ευρ.· μεταφ., αυτός που έχει ωραίο πρόσωπο, ωραίος, όμορφος, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίπρῳρος: -ον, (πρῷρα) ἔχων ὡραῖαν πρῷραν, ἐπὶ πλοίων, τὸ καλλίπρῳρον Ἀργοῦς σκάφος Εὐρ. Μήδ. 1335: - μεταφ., επὶ ἀνθρώπων, ἔχων ὡραῖον πρόσωπον, ὡραῖος, Αἰσχύλ. Θήβ. 533. στόμα καλλ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 235. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καλλίπρῳρον· εὐπρόσωπον».
Middle Liddell
καλλί-πρῳρος, ον πρῴρα
with beautiful prow, Eur.:— metaph. with beautiful face, beautiful, Aesch.