σαίρω
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
English (LSJ)
(A), only found in pf. with pres. sense σέσηρα,
A part the lips and show the closed teeth (cf. Gal.18(2).597), grin, σέσηρεν ἄν τε βούλητ' ἄν τε μή Alex.98.26; Σάτυροι ἀπὸ τοῦ σεσηρέναι Ael.VH3.40; but mostly in part., ἄπλητον σεσᾰρυῖα (Ep. for σεσηρυῖα) Hes.Sc.268; οἷον σεσηρὼς ἐξαπατήσειν μ' οἴεται Ar.V.901; ἠγριωμένους ἐπ' ἀλλήλοισι καὶ σεσηρότας Id.Pax620; σ. καὶ γελῶν Com.Adesp.606; γελῶντα καὶ σ. Plu.2.223c; σιμὰ σ. AP5.178 (Mel.); but also without any such bad sense, εἶπε σεσᾱρὼς ὄμματι μειδιόωντι smiling, Theoc. 7.19 (cf. προσσαίρω). 2 transferred to grinning laughter, σεσηρόσι μειδιήμασι Hp.Gland.12; σεσηρότι γέλωτι Luc.Am.13: the neut. is used in Adv. sense, σεσᾱρὸς γελᾶν Theoc.20.14; σεσηρὸς αἰκάλλειν, of a fox, Babr.50.14, cf. Ps.-Luc.Philopatr.26. 3 of a wound or sore, ἕλκος σεσηρὸς καὶ ἐκπεπλιγμένον gaping, Hp.Fract.32, cf. Aret.CA2.2; also σ. χάσμημα, of a metrical hiatus, Eust.840.43.
σαίρω (B), aor. 1 ἔσηρα (v. infr.),
A sweep, clean, σαίρειν τε δῶμα E. Hec.363; σαίρειν στέγας Id.Cyc.29, cf.Hyps.Fr.1 ii 17 (lyr.); μυρσίνας ἱερὰν φόβαν, ᾇ σαίρω δάπεδον θεοῦ Id.Ion121, cf. 115 (both lyr.). 2 sweep up or away, πᾶσαν κόνιν σήραντες S.Ant.409: metaph., τὰμ . . πορτ' ἀλλάλονς διαφορὰν καὶ ἀμειξίαν σᾶραι BCH29.204 (Crete).