προσφέρω
τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
English (LSJ)
(once ποσφέρω, q.v.), Dor. ποτιφέρω Prov. ap. Plu.2.239a: fut.
A προσοίσω E.Andr.257: Ion. aor. προσένεικα Hdt.3.87: Ion. aor. Pass. προσηνείχθην Id.9.71:—bring to or upon, apply to, π. πύργοισι κλιμάκων προσαμβάσεις E.Ph.488; πῦρ σοι Id.Andr.257; μηχανὰς [τοῖσι τείχεσι] Hdt.6.18, cf. Th.2.58 (and so metaph., Hdt.6.125 (unless in signf. A. 1.2); π. νόμον, ψήφισμα πρὸς τὴν συγγραφήν bring to bear against... D.35.39); τὴν χεῖρα πρὸς τοὺς μυκτῆρας Hdt.3.87; but χέρα τινὶ προσενεγκεῖν lay hands upon . ., Pi.P.9.36; π. τὰς χεῖρας αὐτοῖς, in hostile sense, Plb.3.79.4, cf. PCair.Zen.18.8 (iii B.C.), PPetr.2p.10 (iii B.C.) (but also in a friendly relation, X.Mem.2.6.31 sq., and in supplication to the gods, hold out one's hands to, UPZ106.12,107.14 (ii B.C.)); ἀνάγκην or ἀναγκαίην τισὶ π. Hdt.7.136, 172, cf. A.Ch.76 (lyr.); βίην τισί Hdt.3.19; τινὶ βάσανον Pl.Phlb.23a; so of surgical or medical treatment, Hp.Ulc.24; πταρμὸν [τῇ λυγγί] Pl. Smp.189a (Pass.). cf. 187e; τὰς τομὰς καὶ τὰς καύσεις τινί D.C.55.17; κλύδωνα σαυτῷ αὐθαίρετον bring upon thyself, Trag.Adesp.568: without dat., apply, employ, use, καινὰ σοφά E.Med.298, Ar.Th.1130 (cf. infr. 3); ἴαμα Th.2.51; τεχνήματα A.Fr.322; πάσας μηχανάς E.IT 112; πάντας ἐλέγχους Ar.Lys.484; π. τόλμαν bring it to bear, Pi.N. 10.30; also π. πόλεμον Hdt.7.9.γ (v.l.); ἔρωτα Pl.Smp.187e. 2 add, μηδὲ π. μέθυ S.OC481 (or in signf. A. 1.3a); εἰ κακὸν προσοίσομεν νέον παλαιῷ E.Med.78 (or perh., bear in addition); π. τι πρός τι Hdt. 6.125 (or in signf. A. 1.1). 3 present, offer, ἄεθλον, of a triumphal ode, Pi.O.9.108; λουτρὰ πατρί S.El.434; [τόξα] Id.Ph.775; τὴν δᾷδά τινι Ar.Pl.1052; τὴν χεῖρά τινι ἄκραν Id.Lys.436; δῶρα Th.2.97 (Pass.); οὐθὲν κολοβὸν προσφέρομεν πρὸς τοὺς θεούς Arist.Fr.101; οἶνον μὴ π. Schwyzer 696 (Chios); σφάγια καὶ θυσίας LXX Am.5.25, al., cf. Ep.Hebr.11.4; τὸ δῶρόν σου Ev.Matt.5.24, etc. b esp. of food, drink, or medicine, θαλλὸν χιμαίραις S.Fr.502; π. τὰ ῥυφήματα καὶ τὰ πόματα Hp.Acut.26, cf. Pl.Phdr.270b, Pl.Com.55, Alex.189, etc.; π. τὸ φάρμακον τῇ κεφαλῇ Pl.Chrm.157c; ἑαυτῷ π φάρμακον administer poison to oneself, POxy.472.6 (ii A.D.); set food before one, X.Mem.3.11.13 and 14, Pl.Lg.792a: c. inf., π. τινὶ ἐμπιεῖν καὶ φαγεῖν X.Cyr.7.1.1; also διψῶντι γάρ τοι πάντα προσφέρων σοφὰ οὐκ ἂν πλέον τέρψειας ἢ' μπιεῖν διδούς S.Fr.763; χυμὸς ἐπιτήδειος προσφέρειν Hp.VM24; ὁ προσφέρων Id.Epid.1.23:—Pass., τὰ προσφερόμενα ibid., X.Cyn.6.2; ἡ προσφερομένη τροφή Pl.Sph.230c. 4 address proposals, an offer, etc., π. λόγον τινί Hdt.3.134, 5.30, cf. 40; περὶ σπονδῶν Th.3.109; ὅτι . . D.48.6; λόγους π. τισί Th.3.4; λόγους π. περὶ ξυμβάσεως τοῖς στρατηγοῖς Id.2.70, cf. Hdt.8.52; λόγους τισὶ ξυναποστῆναι Th.1.57. 5 convey property by deed of gift or by bequest, Arch.Pap. 4.130 (ii A.D.):—Pass., PAmh.2.71.6 (ii A.D.). II contribute, pay, ἑκατὸν τάλαντα π. Hdt.3.91, cf. Th.1.138; π. μετοίκιον pay an alientax, X.Vect.2.1, cf. OGI13.20 (Samos, iv B.C., Med.), PGiss.50.12 (iii A.D.); bring in, yield, X.Vect.4.15, D.27.9. III intr., resemble, c. acc. of respect in which, π. νόον ἀθανάτοις Pi.N.6.4; θηρὸς χρωτὶ νόον προσφέρων Id.Fr.43; π. τρόπους παιδί Trag.Adesp.453; cf. infr. B. 1.5. IV bear in addition, v. supr. A. 1.2. B Pass., with fut. προσοίσομαι Th.6.44, D.48.22: aor. προσηνεγκάμην, = προσηνέχθην, D.S.16.8:—to be borne towards, and of ships, put in, εἰς λιμένα X.Cyr.5.4.6: hence, 2 attack. assault, πρός τινας Hdt.5.34, 111, 112, 7.209, X.HG4.3.20, etc.; τινι Hdt.5.109, Th.4.126, etc.; κατὰ τὸ ἰσχυρότατον προσηνείχθησαν attacked where the enemy was strongest, Hdt.9.71, cf. 5.101, Th.7.44, Pl.R.422b; προσφέρεσθαι ἄποροι difficult to engage, Hdt.9.49, cf. Pl.Ly.223b. 3 without any sense of hostility, go to or towards, approach, ἐκ τοῦ Ἰκαρίου πελάγεος προσφερόμενοι sailing, Hdt.6.96; π. τοῖσι Κορινθίοισι Id.8.94; τῷ σκοπέλῳ, τῇ Τρῳάδι, Luc.JTr.15, DMort.19.2; πόλεμος ἀπὸ Πελοποννήσου -φερόμενος Plu.Per.8; τὰ -όμενα πρήγματα matters that were brought to him, Hdt.2.173. 4 deal with, behave oneself in a certain way towards a person, ἀπὸ τοῦ ἴσου ὑμῖν π. Th.1.140; τοῖς κρείσσοσι καλῶς Id.5.111, cf. X.Cyr.7.2.16; τισὶν οὐ μετρίως D. 9.24, cf. PTeb.750.2 (ii B.C.), Sammelb.5675.6 (ii B.C.); φιλανθρώπως [τῇ Ποτειδαία] D.S.16.8, cf. SIG807.13 (Magn. Mae.); ὀρθότατα ἵπποις π. X.Eq.1.1; also τίνα τρόπον προσφέρῃ πρὸς τὰ παιδικά Pl.Ly. 205b, cf. Phdr.252d; ἄριστα π. πρὸς τοὺς ἀμφισβητοῦντας D.48.22; also of circumstances, ταῖς ξυμφοραῖς εὐξυνετώτερον meet them with intelligence, Th.4.18; πρὸς τὰ πράγματα ἄριστα π. Id.6.44; πρὸς τὰς τύχας Pl.R.604d; πρὸς λόγον answer it, X.Cyr.4.5.44: abs., χρησμῳδέων π. Hdt.7.6; ὀλιγώρως π. Lys.9.17. 5 προσφέρεσθαί τινι come near, be like, ὁ χαρακτὴρ τοῦ προσώπου προσφέρεσθαι ἐδόκεε ἐς ἑωυτόν Hdt.1.116; cf. supr. A. 111, and v. προσφερής. II to be added, Longin.Proll.Heph.p.89C. C Med., with fut. -οίσομαι Phld.Sign.8: 3sg.aor. 1 subj. -ενέγκηται Epicur.Ep.3p.64U.:—προσφέρεσθαί τι take, of food or drink, assimilate, π. σῖτον, ποτόν. X.Cyr.4.2.41, cf. Aeschin.1.145, Thphr. HP8.4.5, Epicur. l.c., Plu.Dem.30, Cic.3, etc. 2 exhibit, ὑμῖν φιλοτιμίαν Epist.Phil. ap. D.18.167, cf. Epicur.Ep.1p.14U., Inscr.Prien.42.14, 108.221 (ii B.C.), etc.; also π. ἑαυτόν ib.111.294 (i B.C.). 3 like the Act., apply, κἂν ὁτιοῦν δουλείας Pl.R.563d; πᾶσαν σπουδὴν καὶ μηχανήν Plb.1.18.11, cf. Supp.Epigr.2.663.5 (Prusa, ii B.C.), PTeb.27.14, al. (ii B.C.). 4 contribute, πλεῖστα πρός τι Athenio 1.2 (s. v. l.); bring with one as dowry, εἱματισμὸν καὶ κόσμον PEleph.1.4(iv B.C.), cf. PGiss.2.12 (ii B.C.), etc.; cf.supr.A.11. 5 declare, μὴ εἰδέναι γράμματα PHamb.39.63 (ii A.D.), cf. POxy.237 vii 26 (ii A.D.), etc. 6 = προσορίζω, add land by deed of conveyance, κυρία ἔσται -ομένη πρὸς πόλιν ἣν ἂν βούληται OGI225.10 (Didyma, iii B.C.), cf. 221.44 (Ilium, iii B.C.), al. 7 convey property, π. ἐν προσφορᾷ [μέρος οἰκίας] PRyl. 155.7 (ii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 786] (s. φέρω), hin-, hinzu-, hinantragen, -bringen, anbringen, anlegen; ἆθλον, Pind. Ol. 9, 108; χέρα οἱ προσενεγκεῖν, P. 9, 36, Hand an Einen legen, Gewalt brauchen (wie auch sonst, vgl. Pol 2, 31, 2 u. Luc. Mar. D. 4, 2); προσφέρειν ἀνάγκην τινί, Zwang gegen Einen brauchen, Her. 7, 136. 172; βίην τινί, 9, 108, wo die meisten mss. das med. haben; vgl. ἀνάγκαν γὰρ θεοὶ προσήνεγκαν, Aesch. Ch. 74; θήραν σκηνήμασιν, 249, μηδὲ προσφέρειν μέθυ, Soph. O. C. 482; λουτρὰ προσφέρειν πατρί, El. 426, vgl. O. C. 786; προσφέρειν πύργοισι κλιμάκων προσαμβάσεις, Eur. Phoen. 491, u. öfter; auch ἀνάγκην, Hipp. 282; κακὸν νέον παλαιῷ, Med. 78; προσφέρων καρδίᾳ τόλμαν, Pind. N. 10, 30; πόλεμόν τινι, Her. 7, 9, 3; auch λόγον τινί, eine Rede brauchen gegen Einen, d. i. ihn anreden, ihm einen Antrag machen, 3, 134. 5, 30. 8, 52. 100; dah. προσφέρειν τινί τι, Einem Etwas vortragen, vorbringen, 3, 74. 5, 40. 6, 125; τὰ προσφερόμενα πρήγματα, die aufgetragenen Geschäfte, 2, 173; auch ἔπος, Eur. Ion 1002; λόγον, I. A. 97; καινὰ σοφά, μηχανήν, Ar. Thesm. 1130. 1132; ἐλέγχους, Lys. 484; λόγους τινί, Thuc. 2, 70. 3, 109; auch δῶρα, 2, 97, ἴαμα, 2, 51; οὐκ ἔχει λόγον οὐδένα ὧν προσφέρει, Plat. Gorg. 465 a; εὐεργεσίαν, ibd. 513 e; μήτε τὸ ὂν πρὸς τὸ μὴ ὂν προσφέρειν, Soph. 238 b; τῷ σώματι τροφὴν καὶ φάρμακα, Phaedr. 270 b; πρὸς ὃ τοὺς λόγους προσοίσει, ib. a; Xen. τινὶ λόγους περὶ συνηθείας, Cyr. 6, 1, 31; Folgde, πᾶσαν βίαν προσφέρειν καὶ μηχανήν, Pol. 2, 2, 7; D. Sic. 16, 8; – von Speisen, vorsetzen, Xen. Mem. 3, 11, 13; προσήνεγκαν ἐμφαγεῖν, Cyr. 7, 1, 1; – eintragen, einbringen, ἑκατὸν τάλαντα προσφέρειν, Her. 3, 91; Thuc. 1, 138; τέλη, Abgaben bringen, οἳ δώδεκα μνᾶς ἀτελεῖς αὐτῷ προσέφερον Dem. 27, 9; dah. τὰ προσφέροντα = das Einträgliche, Nutzen Bringende. – Pass. προσφέρεσθαί τινι, sich auf Einen losbewegen, ihn anfallen, angreifen, oft Her., πρός τινα, 5, 34. 111. 112, wie Xen. An. 7, 1, 6; τινί, Her. 5, 109. 111; κατὰ τὸ ἰσχυρότερον προσενείχθησαν, 9, 71; ἐκ τοῦ Ἰκαρίου πελάγεος προσφερόμενοι, losbrechen aus dem Ikarischen Meere, 6, 96; doch auch in freundlichem Sinne, sich Einem nähern, 7, 6; sich mit ihm unterhalten, πρός τινα, φίλοι προσφέρεσθε πρὸς φίλον, Eur. Cycl. 176; τολμηρότερον προσφέρεσθαί τινι, Thuc. 4, 126, u. öfter; mit Einem umgehen, ihn behandeln, ihm gut oder schlecht begegnen, προσηνέχθην πρὸς τοὺς πολίτας μετὰ πρᾳότητος, Isocr. 3, 32; οὕτω πρὸς τὸ πλῆθος προσενήνεκται, Dem. 24, 111; τίνα τρόπον προσφέρει πρὸς τὰ παιδικά, Plat. Lys. 205 b; Phaedr. 252 d u. öfter; vgl. noch πότερον εἰς ἀκρίβειαν τοῦ μαθήματος ἰτέον τὸν μέλλοντα πολίτην ἔσεσθαι μέτριον, ἢ τὸ παράπαν οὐδὲ προσοιστέον, Legg. VII, 809 e; Folgde; auch wie das act., πᾶσαν σπουδὴν καὶ μηχανὴν προσφερόμενος, Pol. 1, 18, 11; προσενεγκάμενοι πρὸς τὸν Ἀχαιὸν τὴν χάριν ταύτην, 4, 51, 2; u. a. Sp., φιλανθρώπως τοῖς καταίρουσιν, ἀδίκως τοῖς οἰκείοις Luc. Phal. prior. 10, δυσμενῶς μοι προσενηνεγμένος Tim. 38. – Auch προσφέρεσθαι πρὸς λόγον, antworten, Xen. Cyr. 4, 5, 44. – Dah. προσφέρεσθαί τινι, Einem nahe kommen = ihm ähnlich sein, auch εἴς τινα u. εἴς τι, Her. 1, 116. So auch im act., προσφέρομεν νόον ἢ φύσιν ἀθανάτοις, Pind. N. 6, 4, Ggstz διαφέρειν. – Med. προσφέρεσθαί τι, Etwas zu sich nehmen, genießen, σῖτον, Xen. Cyr. 4, 2, 41; σῖτον προσενέγκασθαι, Aesch. 1, 145; εἰ πέπερι προσηνέγκατο, S. Emp. pyrrh. 1, 84, öfter; dah. τὰ προσφερόμενα, das, was man zu sich nimmt, Nahrung, Kost, Xen. Cyn. 6, 2.