καταβάλλω

From LSJ
Revision as of 19:33, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3b)

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβάλλω Medium diacritics: καταβάλλω Low diacritics: καταβάλλω Capitals: ΚΑΤΑΒΑΛΛΩ
Transliteration A: katabállō Transliteration B: kataballō Transliteration C: katavallo Beta Code: kataba/llw

English (LSJ)

fut. -βᾰλῶ: aor. κατέβᾰλον; Ep. 3sg.

   A κάββαλε Od. 6.172, Hes.Th.189, etc.; imper. καββαλόντων Foed.Delph.Pell.1B 14:—throw down, overthrow, κατὰ πρηνὲς βαλέειν Πριάμοιο μέλαθρον Il.2.414; ἐς μέσσον κ. τι 15.357; ἐνὶ πόντῳ Hes.Th.189; ἐπ' ἀκτῆς Il.23.125(tm.); ἐπὶ Χθονί Hes.Sc.462, etc.; κ. [τινὰ] ἐνθάδε Od.6.172; κ. τὰ οἰκήματα, τὰ ἀγάλματα, Hdt.1.17, 8.109; τεῖχος Th.7.24; κ. τινὰ ἀπὸ τοῦ ἵππου X.HG5.2.41; ἀπ' ἐλπίδος Pl.Euthphr.15e; κ. ἐς τὸ μηδέν to bring down to nothing, opp. ἐξᾶραι ὑψοῦ, Hdt.9.79; κάββαλλε τὸν Χείμωνα confound, defy the storm, Alc.34.3.    2 κ. ἑαυτόν throw oneself down to sleep, Plu.Caes.38.    3 strike down with a weapon, slay, Il.2.692(tm.), Hdt.4.64, etc.; by a blow, κ. πατάξας Lys.13.71; esp. of slaying victims, E.Or.1603, Isoc.2.20; κ. θῦμα δαίμοσιν E.Ba.1246.    b Pass., to be stricken, νόσῳ POxy.1121.9(iii A.D.).    4 throw into prison, κ. τινὰ ἐς ἐρκτήν Hdt.4.146: generally, throw, bring into a certain state, κ. [τινὰ] ἐς ξυμφοράς E.IT606, Antipho Soph.58; εἰς ἀπορίαν, εἰς ἀπιστίαν, Pl.Phlb.15e, Phd.88c, etc.    5 overthrow, refute, οἱ -βάλλοντες (sc. λόγοι), title of work by Protagoras: κ. τινά Democr.125; δόξαν Gal.UP6.20.    6 abuse, bully, Phld.Rh.2.164S.    7 cast down or away, cast off, reject, Isoc.12.24: metaph., forget, Ael.Fr.111; κ. εἴς τι throw away upon a thing, Pl. Lg.960e:—Pass., οἱ καταβεβλημένοι despicable fellows, Isoc.12.8; cf. καταβεβλημένως.    II let fall, drop, ἀπὸ ἕο κάββαλεν υἱόν Il.5.343; κάββαλε νεβρόν, of an eagle, 8.249; of a fawning dog, οὔατα κάββαλεν ἄμφω Od.17.302; ἴουλον ἀπὸ κροτάφων κ. Theoc.15.85; of sails, καθ' ἱστία λευκὰ βαλόντες Thgn.671; τἀκάτια Epicr.10; κατ' ὀφθαλμοὺς βαλεῖ A.Ch.574; τὰς ὀφρῦς κ. E.Cyc.167; κ. τὰ κέρατα droop their feelers, Arist.HA590b26: in Politics, abandon a measure, καταβάλλοντ' ἐᾶν ἐν ὑπωμοσίᾳ D.18.103.    2 lay down, set down, κρεῖον μέγα κάββαλεν ἐν πυρὸς αὐγῇ Il.9.206, cf. Ar.Ach.165, V.727, etc.    3 lay down, lay in stores, κ. σιτία Hdt.7.25:—Pass., κὰτ ἄσπιδες βεβλήμεναι stored up, Alc.15.5.    4 pay down, yield, bring in, ἡ λίμνη καταβάλλει ἐπ' ἡμέρην ἑκάστην τάλαντον ἐκ τῶν ἰχθύων Hdt.2.149; τὰς ἐπικαρπίας τῇ πόλει And.1.92, cf. Lexib.93.    b pay, τἀργύριον Th. 1.27; τριώβολον Amips.13; ἀρραβῶνα Men.743, cf. PRev.Laws48.10(iii B.C.), etc.; τιμήν τινι ὑπέρ τινος Pl.Lg.932d, Luc.Vit.Auct. 25; τέλη GDI5018a17 (Gortyn), PHib.29.6 (iii B.C.); λύτρα GDI 5151.8 (Cret., found at Delphi); καταβαλών σοι δραχμὴν τῶν βοτρύων for them, Philostr.Her.Praef.1; κ. ζημίαν pay up, discharge a fine, D. 24.83, cf. 59.27:—later in Med., μισθὸν καταβαλέσθαι Alciphr.1.12.    5 put in, deposit, in Pass., εἰ ἡ μαρτυρία κατεβάλλετο ἐνταῦθα D.34.46:—but usu. in Med., deposit, γράμματα εἰς κιβωτόν BCH25.100 (Tlos), cf. IG12(1).3.15 (Rhodes); ψευδεῖς γραφὰς εἰς τὰ δημόσια γράμματα Docum. ap. D.18.55; λόγους IG7.2850 (Haliartus); δόγμα GDI5182.10 (Cret., found at Teos).    6 throw down seed, sow, Men. Georg.37, cf. καταβλητέον; κ. τὸ σπέρμα, of the male, Epicur.Nat.908.1:—Pass., Placit.5.7.4, Sor.1.33, Ocell.4.14: metaph., σπέρμα κ. τοιούτων πραγμάτων D.24.154; κ. φάτιν ὡς .. spread abroad a rumour, Hdt.1.122, cf.E.HF758(lyr.).    7 lay down as a foundation, mostly in Med., τὴν τῆς ναυπηγίας ἀρχὴν καταβαλλόμενος Pl.Lg.803a: esp. metaph., -βαλλομένα μέγαν οἶκτον beginning a lament (cf. infr. 8), E. Hel.164(lyr.); Ἀρίστιππος τὴν Κυρηναϊκὴν φιλοσοφίαν κατεβάλετο Str. 17.3.22; καταβαλέσθαι τοὐπτάνιον Sosip.1.39; ἐξ ἀρχῆς καινὴν νομοθεσίαν D.S.12.20; τὴν Στωϊκῶν αἵρεσιν Plu.2.329a: hence generally, to be the author of, commit to writing, ἱστορικὰς καταβαλόμενοι πραγματείας D.H.1.1; λόγον Darius ap.D.L.9.13; φλυαρίας Gal.7.476:— Pass., ὅταν δὲ κρηπὶς μὴ καταβληθῇ . . ὀρθῶς E.HF1261: freq. metaph., δεδημοσιωμένα που καταβέβληται Pl.Sph.232d; πολλοὶ λόγοι πρὸς αὐτὰ -βέβληνται Arist.EN1096a10; καταβεβλημέναι μαθήσεις fundamental, established, Arist.Pol.1337b21; τὰ κ. παιδεύματα ib.1338a36, cf. Phld.Rh.1.27S.    8 c. inf., γάμον καταβάλλομ' ἀείδειν I begin my song of, Call.Fr.196.    III Pass., lie down, εἰς εὐνάν Theoc.18.11.    2 like καταβαίνω 11.1, arrive at in a course of lectures, εἰς Γοργίαν Dam.Isid.54.    B intr., fall, εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν Pl.Ep.344c.

German (Pape)

[Seite 1338] (s. βάλλω), 1) herabwerfen, herunterwerfen, zu Bodenstürzen; in tmesi, πρίν με κατὰ πρηνὲς βαλέειν Πριάμοιο μέλαθρον Il. 2, 414; ἡ δὲ μέγα ἰάχουσα ἀπὸ ἕο κάββαλεν υἱόν 5, 343, sie ließ den Sohn zur Erde fallen; vom Adler, πὰρ δὲ Διὸς βωμῷ κάββαλε νεβρόν 8, 249; κάββαλ' ἐπ' ἠπείροιο Hes. Th. 189; κατ' ἀγρίῳ ἐν πυρὶ βάλλω Theocr. 2, 54; von den schmeichelnden Hunden, οὔατα κάββαλεν, er ließ die Ohren hangen, senkte sie, Od. 17, 302; vgl. Eur. καταβαλὼν τὰς ὀφρῦς Cycl. 167; vom Hirsch, καταβάλλειν τὰ κέρατα, das Geweih abwerfen, Arist. H. A. 6, 18 u. öfter; p. πρᾶτον ἴουλον ἀπὸ κροτάφων, den ersten Bart herabwallen lassen, Theocr. 15, 85; Ggstz ἀναστῆσαι, Plat. Charm. 155 b; αἴσχιον ἐν πάλῃ τὸ πίπτειν ἢ τὸ καταβάλλειν Hipp. min. 374 a; vgl. Plut. Pericl. 8; καταβάλλειν ἀπὸ τοῦ ἵππου, vom Pferde herunterwerfen, Xen. Hell. 5, 2, 41; übertr., ἀπ' ἐλπίδος Plat. Euthyphr. 15 e; zerstören, τὰ οἰκήματα οὐ κατέβαλλε Her. 1, 17; τὰ θεῶν ἀγάλματα, umstürzen, 8, 109; πολλοὺς Λακεδαιμονίων, niederstrecken, 9, 63, wie Lys. πατάξας τινά 13, 87; ἔνθεν καὶ ἔνθεν ἠκόντιζον καὶ πολλοὺς αὐτῶν κατέβαλλον Xen. Hell. 3, 2, 3, vgl. Cyr. 1, 3, 14; πατάξαι καὶ καταβαλεῖν τὴν παρθένον Plut. Cim. 6; Pol. 5, 17, 4 u. a. Sp. – So ist auch vielleicht ἱερεῖα καταβάλλειν Isocr. 2, 20 zu nehmen, wenn es nicht wie unten 3) »die gesetzmäßigen Opfer abtragen, erlegen« ist; vgl. Eur. καλὸν τὸ θῦμα καταβαλοῦσα δαίμοσιν Bacch. 1244 u. σφάγια Or. 1603. – 2) in einen Zustand hineinversetzen, mit Heftigkeit oder plötzlich, εἰς συμφοράς Eur. I. T. 606, εἰς ἀπορίαν Plat. Phil. 15 e Hipp. mai. 286 c; εἰς ἀπιστίαν Phaed. 88 c; εἰς φόβον Epist. VII, 333 c; εἰς φθόνον ib. 344 c; εἶς δόξαν Rep. VII, 538 d. Auch med., sich stürzen, εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν Plat. ep. VII, 344 c; vgl. ἐξάρας με ὑψσῦ ἐς τὸ μηδὲν κατέβαλες, du stießest mich von der Höhe in das Nichts hinab, Her. 9, 79. – Aehnlich im eigtl. Sinne εἰς γῆν φυτὸν καὶ σπέρμα Plat. Theaet. 149 e, aussäen; übertr., οὐδὲ σπέρμα δεῖ καταβάλλειν ἐν τῇ πόλει οὐδένα τοιούτων πραγμάτων Dem. 24, 154. – Ueberhaupt verbreiten, καταβάλλειν φάτιν, das Gerücht verbreiten, Her. 1, 122; δεδημοσιωμένα που καταβέβληται γεγραμμένα Plat. Soph. 232 b; πολλοὶ λόγοι πρὸς αὐτὰ καταβέβληνται Arist. Eth. 1, 3 (s. unten 4). – 3) niederlegen, hinlegen, Ar. Ach. 165 Ran. 1124. – Besonders Geld erlegen, zu dessen Bezahlung man verpflichtet ist, u. überhaupt Geld einbringen, abwerfen, ἡ λίμνη ἐς τὸ βασιλεῖον καταβάλλει ἐπ' ἡμέρην ἑκάστην τάλαντον ἐκ τῶν ἰχθύων Her. 2, 149; τὰ νόμιμα Plat. Legg. V, 742 b XI, 932 d; χρήματα Andoc. 1, 73; entrichten, Thuc. 1, 27; τέλη ὠνούμενος μὴ καταβάλλειν Dem. 24, 144; ζημίας ib. 83; τὰς καταβολάς 59, 27; Sp., wie Plut. Them. 24; bezahlen, Strab. V, 224; λύτρα πολεμίοις D. Hal. 2, 10; ὑπέρ τινος, Luc. vit. auct. 25. – Ein Zeugniß ablegen, ἡ μαρτυρία κατεβάλλετο ἐνταῦθα Dem. 34, 46. – 4) verwerfen, Sp., bes. pass., αἱ καταβεβλημέναι ὑποθέσεις Arist. Pol. 8, 2, wenn dies nicht zu 2) gehört, die allgemein verbreiteten, gewöhnlichen, u. deshalb nicht bewnders zu achtenden; Isocr. aber vrbdt τοῦ μὴ τῶν καταβεβλημένων εἷς εἶναι μηδὲ τῶν κατημελημένων, 12, 8, wobei an den zu Boden gestreckten Ringer zu denken ist. – Med. für sich niederlegen, bes. den Grund zu Etwas, οἷον δή τις ναυπηγὸς τὴν τῆς ναυπηγίας ἀρχὴν καταβαλλόμενος Plat. Legg. VII, 803 a; übh. begründen, anfangen, ὦ μεγάλων ἀχέων καταβαλλομένα μέγαν οἶτον Eur. Hel. 164, vgl. pass. ὅταν δὲ κρηπὶς μὴ καταβληθῇ γένους ὀρθῶς, ἀνάγκη δυστυχεῖν τοὺς ἐκγόνους Herc. Fur. 1261; τοὐπτάνιον, einrichten, Sosip. Ath. IX, 318 d; Sp. häufiger, Ἀρίστιππος τὴν Κυρηναϊκὴν φιλοσοφίαν κατεβάλετο Strab. XVII, 837, er gründete die kyrenäische Schule, wie ὁ Στωικῶν αἵρεσιν καταβαλόμενος Plut. de Alex. fort. 1, 6; ἐξ ἀρχῆς καινὴν νομοθεσίαν καταβαλόμενος D. Sic. 12, 20; ἱστορικὰς πραγματείας D. Hal. 1, 1. Von der Weltschöpfung, K. S. Vgl. καταβολή.