τειχίζω
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
fut. Att.
A -ιῶ Th.6.97, D.6.14, 19.112: aor. ἐτείχισα Hdt.1.175: pf. τετείχικα D. 19.112:—Med., fut. τειχιοῦμαι X.Cyr.6.1.19 (v.l. -ίσασθαι): aor. ἐτειχισάμην Th.1.11; Ep. ἐτειχίσσαντο Il.7.449: (τεῖχος):—build a wall, Ar.Av.838, Th.1.64, etc.: c. acc. cogn., τ. μακρὰ τείχη build them, Id.5.82:—Med., τεῖχος ἐτειχίσσαντο they built them a wall, Il.7.449, cf. Th.3.105, And.3.38 (ἐτειχίσαμεν codd.); ἔρυμα τῷ στρατοπέδῳ ἐτειχίσαντο Th.1.11:—Pass., to be built, πύργος τετείχισται Pi.I.5(4).44; ὕμνων θησαυρὸς τετείχισται Id.P.6.9. 2 form a wall, τῇ τῶν ἀσπίδων προβολῇ ὥσπερ τειχίσαντες Hdn.6.5.10. II trans., wall, fortify, ὄρος Hdt.1.175, etc.; τὸν Πειραιᾶ And.3.5; τὴν πόλιν, τὸν κρημνόν, Th.1.93, 6.101; στρατόπεδα δύο Id.3.6; λίθοις τ. τὴν πόλιν D.18.299; χαλκοῖς τείχεσι τὴν χώραν Aeschin.3.84; Μαγνησίαν D.1.22:—Med., τειχίζεσθαι τὸ χωρίον Th.4.3:— Pass., Ἀθηναῖοι ἐτειχίσθησαν Id.1.93; τὰ τετειχισμένα the fortified parts, Id.4.9; ἐτετείχιστο . . τὰ βασιλήϊα περιβόλῳ stood enclosed by a surrounding wall, Hdt.1.181: metaph., [Αἴγυπτον] τῷ Νείλῳ τετειχισμένην Isoc.11.12; ἀσφάλειαν τετειχισμένην ὅπλοις D.19.84.
German (Pape)
[Seite 1081] (eine Mauer) bauen; im med., τεῖχος ἐτειχίσσαντο, sie bau'ten sich eine Mauer, Il. 7, 449, wie Plat. Menex. 245 a u. Xen. Cyr. 6, 1, 19, τετείχιστο, es war eine Mauer gebau't, Her. 1, 181, – mit einer Mauer versehen, befestigen, τετείχισται πύργος, Pind. I. 4, 44; auch übertr., ὕμνων θησαυρὸς τετείχισται, P. 6. 9. οἱ Ἀθην.αῖοι ἐτειχίσθησαν, Thuc. 1, 93. χωρίον., 4. 3 u. öfter; Μαγνησίαν, Dem. 1, 22; φρούριον, ἐρύματα, Xen. Cyr. 3, 1, 10. 2, 1 Hell. 1, 2, 1; τὴν πόλιν, Pol. 5, 93, 5; auch Αἴγυπτον τῷ Νείλῳ τετειχισμένην, geschützt, Isocr. 11, 12.