παρακαταθήκη
English (LSJ)
ἡ,
A deposit of money or property entrusted to one's care, Hdt.5.92.ή; αἱ τῶν χρημάτων π. Isoc.1.22; π. Ἀθηναίας, i.e. deposited in her temple, IG22.1407.42; π. ἔχειν ib.12.116.16, Th.2.72, cf. Anaxandr.55.1; π. χρυσίου ἢ ἀργυρίου δεξάμενος Pl.R.442e; π. καταθέσθαι παρά τινι Lys.32.16, cf. 5; ἀποδιδόναι to restore it, Arist. EN1135b7; ἀποστερῆσαι to withhold it, Id.Rh.1383b21; ἐν π. δοθῆναι, ἔχειν, Plb.5.74.5, Mitteis Chr.372 vi 19 (ii A. D.); αἱ π. τῆς τραπέζης banking deposits, D.36.6: metaph., ταῦτ' (sc. τοὺς νόμους) ἔχεθ' . . παρὰ τῶν ἄλλων ὡσπερεὶ π. Id.21.177; οἱ τὴν τῶν νόμων π. ἔχοντες Aeschin.1.187. 2 of persons entrusted to guardians, ward, Ἀπόλλωνα παρὰ Ἴσιος π. δεξαμένη Hdt.2.156; of children, D.28.15; of persons under the protection of the state, sacred trust, Din.1.9. (Cf. παρκαθήκα.)
German (Pape)
[Seite 481] ἡ, das bei Einem Niedergelegte, bes. das ihm anvertraute Geld, δόμα μετὰ πίστεως, Plat. defin. 415 d, u. ἐνέχυρον in VLL. erklärt; übh. das Anvertrau'te; λαμβάνειν, δέξασθαι, Her. 2, 156. 6, 86; ἔχειν, Thuc. 2, 72; χρυσίου δεξάμενος, Plat. Rep. IV, 442 e; oft bei Rednern, Lys. 8, 17. 32, 5; Isocr. 1, 22; Din. 1, 9; εὔορκος, Dem. 25, 11; οἱ τὴν τῶν νόμων ἔχοντες παρακαταθήκην, Aesch. 1, 187; Arist. eth. 5, 8 u. oft; δοθείσης ἐν παρακαταθήκῃ τῆς Λαοδίκης, Pol. 5, 74, 5. – Auch = παρακαταβολή, Lob. Phryn. 313.