φοβέω

From LSJ
Revision as of 19:38, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοβέω Medium diacritics: φοβέω Low diacritics: φοβέω Capitals: ΦΟΒΕΩ
Transliteration A: phobéō Transliteration B: phobeō Transliteration C: foveo Beta Code: fobe/w

English (LSJ)

3pl. imper.

   A φοβεόντων Hdt.7.235: Ion. impf. φοβέεσκον Hes.Sc.162: fut. -ήσω E.Heracl.357 (lyr.), (ἐκ-) Th.4.126 (dub.): aor. ἐφόβησα Il.15.15, etc.:—Pass. and Med., Ion. 2 sing. φοβέαι Hdt.1.39; Ion. imper. φοβεῦ or φοβέο, Id.1.9, 7.52: Ep. 3pl. impf. φοβέοντο Il.6.41: fut. φοβήσομαι 22.250, Pl.Lg.649c, D.15.23, etc.; φοβηθήσομαι X.Cyr.3.3.30, Plu.Brut.40, Luc.Zeux.9, v.l. in Pl.R. 470a: aor. Pass. ἐφοβήθην Hdt.8.27, etc., Ep. 3pl. ἐφόβηθεν or φόβηθεν, Il.15.326,5.498; aor. Med. ἐφοβησάμην only Anacreont.31.11: pf. πεφόβημαι Il.10.510, etc.: plpf. 3pl. ἐπεφόβηντο X.HG7.4.32, Th.5.50, Ep. πεφοβήατο Il.21.206.    A Act., in Hom. (never in Od.) always in the sense put to flight, [ἴρηξ] ἐφόβησε κολοιούς Il.16.583; [Ζεὺς] καὶ ἄλκιμον ἄνδρα φοβεῖ ib. 689; Τρώων οὓς ἐφόβησας 22.11; φοβῆσαίτε στίχας ἀνδρῶν 17.505; σὸς δόλος . . ἐφόβησε δὲ λαούς 15.15; σέ γέ φημι . . δουρὶ φοβῆσαι 20.187; once in Hes., φοβέεσκον ἐπὶ χθονὶ φῦλ' ἀνθρώπων l.c.    II terrify, alarm, Hdt.7.235, etc.; μὴ φίλους φόβει A.Th.262; ᾧ μή 'στι δρῶντι τάρβος οὐδ' ἔπος φοβεῖ S.OT296, cf. 1013, E.Hipp.572 (lyr.); ἡ δύναμις τῶν νέων φοβοῦσά τινας Antipho 4.3.2; αἱ κάμηλοι ἐφόβουν τους ἵππους X.Cyr.7.1.48; ρὸν Ἀλκιβιάδην ἐφόβουν, μὴ . . ἐπαγάγωνται Th.5.45; c. dat.modi, λόγοις A.Pers.215 (troch.); μεγαληγορίαισι φρένας E.Heracl. 357 (lyr.); τῷ μὲν Τισσαφέρνει τοὺς Ἀθηναίους φ., ἐκείνοις δὲ τὸν Τισσαφέρνην to frighten the Athenians with T., and T. with the Athenians, Th.8.82; c. part., λέγοντες φ. τινάς by saying, X.Eq.Mag.1.8; λέγοντες ὡς ἥξει βασιλεύς D 14.25: abs., πόνος ὁ μὴ φοβῶν κράτιστος S.Ph.864 (lyr.), φοβήσαντες κατεστήσαντο τὴν πολιτείαν by terror, Pl.R.551b.    2 c.acc. rei, threaten with, φ. λιμόν D.H.6.51.    B Pass. and Med., in Hom. always in the sense to be put to flight (cf. Sch.A Il.5.223, al.), once in Od., κύνες . . διὰ σταθμοῖο φόβηθεν 16.163; freq. in Il., ὑπέμειναν ἀολλέες οὐδὲ φόβηθεν 5.498; τοὶ δ' ἐφόβηθεν . . θεσπεσίῳ ὁμάδῳ 16.294; κὰμ μέσσον πεδίον φοβέοντο βόες ὣς ἅς τε λέων ἐφόβησε 11.172; also part., μὴ καὶ πεφοβημένος ἔλθης 10.510, cf. 15.4, 21.606; φοβηθεὶς δύσεθ' ἁλὸς κατὰ κῦμα in flight, 6.135; βῆ δὲ φοβηθείς 22.137: ὑπό τινος φοβέεσθαι to flee before him, 8.149; ὑπό τινι 15.637; c. acc., οὔ σ' ἔτι . . φοβήσομαι ὡς τὸ πάρος περ 22.250.    II to be seized with fear, be affrighted, Hdt. 9.70, E.Tr.1166, etc.—Constr.,    1 abs., πεφόβημαι πτηνῆς ὡς ὄμμα πελείας S.Aj.139 (anap.); φοβηθέντες ᾤχοντο φεύγοντες flying in terror, Aeschin.1.43; ἃ μὴ οἶδα . . οὐδέποτε φοβήσομαι οὐδὲ φεύξομαι, Pl.Ap.29b, etc.: c. dat. instrum., μάστιγι φ. E.Rh.37 (anap.): c. acc. cogn., φ. αἰσχροὺς φόβους Pl.Prt.360b; ἐφοβήθησαν φόβον μέγαν Ev.Marc.4.41; τὸν φόβον αὐτῶν μὴ φοβηθῆτε 1 Ep.Pet.3.14.    2 folld. by Preps., φ. ἀπό τινος to be afraid of one (prob. a Hebraism), LXXLe.26.2, Je.1.8, Ev.Matt.10.28, Ev.Luc.12.4; ἔκ τινος from some cause, S.Tr.671; εἴς τι to be alarmed at a thing, Id.OT980; πρός τι Id.Tr.1211, Luc.Prom.Es4, Lib.Or.50.18; ἐπί τινι fear for . . Luc. DMar.14.4; but φ. ἀμφὶ γυναικί fear about... Hdt.6.62; περὶ ἡμῶν X. Cyr.5.2.35, etc.; περί τινι Pl.Euthd.275b (περὶ σφίσιν αὐτοῖς τὸ κατάδηλον Th.4.123); περὶ χωρίῳ Id.2.90; ὑπὲρ τῶν μελλόντων And.4.36; περί τι Pl.Cra.404e; πρὸς ἀνδρὸς ἢ τέκνων S.Tr.150.    3 folld. by a relat. clause, φοβεῑσθαι μὴ . . fear lest a thing will be... E.Or.770 (troch.), Ar.Pax606 (troch.), Th.1.95, etc.; φ. ὅπως μὴ . . Id.6.13, X.Mem.2.9.3; φ. μὴ οὐ . . Id.Oec.16.6; freq. c.acc. folld. by μή, ταῦτ' οὖν φοβοῦμαι, μὴ . . S.Tr.550, cf. X.An.7.1.2; φ. τοὺς οὐσίαν κεκτημένους, μὴ . . Pl.Phdr. 232c, cf. Th.1.88, etc.; φ. ὑπέρ τινος, μὴ . . Pl.R.387c; c. inf. folld. by μή, φοβοίμην ἂν τῷ ἡγεμόνι ἕπεσθαι, μὴ ἀγάγῃ κτλ. X.An.1.3.17, cf. Pl.Tht.143e, Grg.457e: also φ. ὅτι . ., = φ. μὴ... in a more positive sense, X.Cyr.3.1.1, D.C.52.26; φ. τόδε, ὅτι . . Th.7.67 (but φ. τὸ κάεσθαι, ὅτι ἀλγεινόν because... Pl.Grg.479a): διὰ τοῦτο φ. τινας, ὅτι . . lsoc.6.60; less freq. φ. ὡς . . X.Cyr.5.2.12; φ. πῶς χρὴ . . ib.4.5.19; φ. εἰ δεήσει . . ib.6.1.17.    4 c. inf. with Art., φ. τὸ ἀποθνῄσκειν Pl.Grg.522e, etc.: more freq. c. inf. alone, fear to do, be afraid of doing, A.Ch.46 (lyr.), S.Aj.253 (lyr.), E.Ion628, etc.: c. inf. fut., Th. 5.105.    5 c. acc. pers., stand in awe of, dread, δαίμονας τοὺς ἐνθάδε A.Supp.893; στρατὸν Ἀχαιῶν S.Ph.1250; τοὺς ἄνω θεούς Pl.Lg. 927b, cf. Isoc.1.16, etc.; τὰς κύνας X.Cyn.5.16, etc.    6 c. acc. rei, fear or fear about a thing, βρόμον A.Th.476; τὸ προσέρπον S.Aj.227 (lyr.); μέμψιν E.Alc.1057; τὸ τοιοῦτον σῶμα Pl.Phdr.239d; δουλείαν καὶ δεσμόν X.Cyr.3.1.24.    7 c. gen., πεφοβημένος νυκτός, θαλάσσης, Arat.290, 766.    8 c. part., προδιδοὺς φοβηθείς Lycurg.17.

German (Pape)

[Seite 1294] in Furcht, Schrecken setzen, schrecken, scheuchen; bes. in die Flucht jagen, τινά, Hom. in der Il. (nie in der Od.), Ζεὺς καὶ ἄλκιμον ἄνδρα φοβεῖ 16, 689, ἤδη μὲν σέ γε καὶ ἄλλοτε δουρὶ φόβησα 20, 187; Hes. Sc. 162; μὴ φίλους φόβει Aesch. Spt. 244; λόγοις τινά Pers. 211; Soph. verbindet ᾡ μή στι δρῶντι τάρβος οὐδ' ἔπος φοβεῖ O. R. 296; τίς φοβεῖ σε φήμη Eur. Hipp. 573. u. sonst. So auch Her. 7, 235; Plat. Tim. 71 b Legg. XI, 933 c; ἡ δύναμις φοβοῦσα Antiph. 4 γ 2. – Pass., fut. neben φοβηθήσομαι, Xen. Cyr. 3, 3,30, häufiger φοβήσομαι (vgl. Plat. Apol. 29 b Rep. V, 470 a), in gleicher Bdtg, Xen. Cyr. 1, 4,19. 7, 15; aor. ἐφοβήθην, ἐφοβησάμην erst bei Sp., wie Anacr. 31, 11; πεφόβηται, er fürchtet sich, Thuc. 7, 67; – in Furcht gesetzt werden, sich fürchten, bei Hom. nach Aristarch. immer in Flucht gejagt werden, fliehen; κὰμ μέσσον πεδίον φοβέοντο, βόες ὥς, ἅς τε λέων ἐφόβησε Il. 11, 172, u. öfter, auch c. acc., οὐ σ' ἔτι φοβήσομαι 22, 250, ich werde nicht länger vor dir fliehen; ὑπό τινος, 8, 149; ὑπό τινι, 15, 637; Ggstz ὑπομένω, z. B. ὑπέμειναν ἀολλέες, οὐδ' ἐφόβηθεν 5, 498, u. öfter; in der O, d. nur einmal, 16, 163; so auch Her. 9, 70; μηδὲν φοβηθῇς, fürchte Nichts, Aesch. Prom. 128; Διὸς γνώμην 1005, und öfter; Soph. u. Eur., der auch φόβον φοβεῖσθαι verbdt, Troad. 1166; Plat. Prot. 360 b; φοβεῖσθαι πρός τι, sich in Beziehung auf Etwas, vor Etwas fürchten, Soph. Trach. 1211, περί τινος, um Einen oder um Etwas besorgt sein, Plat. Euthyd. 275 b; auch περί τινι, Plat. Prot. 322 b; τῷ χωρίῳ Thuc. 2, 90; ἀμφί τινι Her. 6, 62; – c. int., sich scheuen, Etwas zu thun, Plat. Gorg. 457 a, wie Aesch. φοβοῦμαι δ' ἔπος τόδ' ἐκβαλεῖν, Ch. 46; Eur. Ion 628; Xen. Cyr. 8, 7,15; aber auch = fürchten, φοβεῖται ἐξοστρακισθῆναι Plut. Pericl. 7; sonst in der Bedtg »fürchten« gew. mit μή, Plat. Phil. 16 a Charm. 171 e und Folgende überall (s. μή), selten ὅπως μή, Thuc. 6, 13; Xen. Mem. 2, 9,2.