συναγείρω

From LSJ
Revision as of 19:24, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_1)

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνᾰγείρω Medium diacritics: συναγείρω Low diacritics: συναγείρω Capitals: ΣΥΝΑΓΕΙΡΩ
Transliteration A: synageírō Transliteration B: synageirō Transliteration C: synageiro Beta Code: sunagei/rw

English (LSJ)

aor. συνήγειρα, Ep.

   A ξυνάγειρα Il.20.21: Ep. 3pl. aor.1 Pass. συνάγερθεν Theoc.22.76:—gather together, assemble, ὧν ἕνεκα ξυνάγειρα (sc. τοὺς θεούς) Il. l.c., cf. Pl.Criti.121c; ἐκκλησίην Hdt.3.142, cf. 1.206; τὸν Ὀλυμπικὸν . . ἀγῶνα, ἵνα τοὺς Ἕλληνας ἅπαντας . . ξυναγείρει Ar.Pl.584; also σ. ἀγῶνα Lys.33.1; σ. κύκλους Antiph. 190.9; esp., collect armies, soldiers, etc., Hdt.1.4, 4.4, Plb.2.18.7, etc.; σ. στρατιὰν εἰς Βαβυλῶνα X.Cyr.8.6.19; τοὺς ἀριστέας ἐπὶ τὸν σῦν Ant.Lib.2:—Pass., gather together, come together, assemble, συναγειρόμενοι Il.24.802; but συναγρόμενοι, Ep. part. aor. 2 Pass., 11.687.    2 collect the means of living, βίοτον Od.4.90:—Med., collect for oneself, ὅσα [κτήματα] ξυναγείρατ' Ὀδυσσεύς 14.323, 19.293; for Il.15.680, v. συναείρω.    3 metaph., σ. ἐμαυτόν collect myself, Pl. Prt.328d:—Pass., of the soul, πανταχόθεν ἐκ τοῦ σώματος σ. Id.Phd. 67c; μοι ἡ θρασύτης συνηγείρετο Id.Chrm.156d, cf. Theoc.15.57:— Med., συναγείρατο θυμόν A.R.1.1233.

German (Pape)

[Seite 995] (s. ἀγείρω), sammeln, zusammenführen, -bringen; πολὺν βίοτον συναγείρων, Od. 4, 90; στόλον, Her. 1, 4; Thuc. 7, 31; ξυνήγειρε θεοὺς πάντας εἰς τὴν οἴκησιν, Plat. Critia. 121 c; u. übrtr., μόγις πως ἐμαυτὸν ὡςπερεὶ συναγείρας εἶπον, Prot. 328 d, wie auch wir sagen: nachdem ich mich gesammelt hatte; ἅπαντας τοὺς ἐξ Ἀσίας συναγείρας, Isocr. 4, 88; τοὺς συμμάχους, Pol. 2, 18, 7; med. für sich sammeln, κτήματ' ἔδειξεν, ὅσα ξυναγείρατ' Ὀδυσσεύς, Od. 14, 323. 19, 293; Menschen versammeln, Il. 20, 21; πίσυρας συναγείρεται ἵππους, 15, 680. – Med. sich versammeln, zusammenkommen, συναγειρόμενοι δαίνυντο, Il. 24, 802; οἱ δὲ συναγρόμενοι, die Versammelten, 11, 687; τοὺς Ἕλληνας ἀεὶ δι' ἔτους πέμπτου ξυναγείρει, Ar. Plut. 584; u. in Prosa, besonders übertr., καί μοι κατὰ σμικρὸν πάλινθρασύτης ξυνηγείρετο, Plat. Charm. 156 d, vgl. Phaed. 67 c; Sp.