συναείρω

From LSJ

μὴ λέγε τοὐμὸν ὄνειρον ἐμοίtell not my own dream to me, you are telling me what I know already

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνᾰείρω Medium diacritics: συναείρω Low diacritics: συναείρω Capitals: ΣΥΝΑΕΙΡΩ
Transliteration A: synaeírō Transliteration B: synaeirō Transliteration C: synaeiro Beta Code: sunaei/rw

English (LSJ)

A = συναίρω, raise up together, σὺν δ' ἕταροι ἤειραν [αὐτὸν] ἐπ' ἀπήνην Il.24.590.
II bind or yoke together (cf. συνήορος, συνωρίς), σὺν δ' ἤειρεν ἱμᾶσι 10.499:—Med., ἐκ πολέων πίσυρας συναείρεται ἵππους 15.680 (v.l. in Sch., Eust., συναγείρεται codd.).

German (Pape)

[Seite 996] = συναίρω; als tmesis rechnet man hierher σὺν δ' ἕταροι ἤειραν ἐϋξέστην ἐπ' ἀπήνην, Il. 24, 590, sie hoben mit hinauf, σὺν δ' ἤσιρεν ἱμᾶσι, 10, 499, band sie zusammen, wo med., ἐπεὶ ἐκ πολέων πίσυρας συναείρεται ἵππους, 15, 680, Spitzner u. Bekker, vulg. συναγείρεται, Schol. erkl. συζεύξει, er spannt zusammen, so daß ἀείρω = εἴρω ware. Vgl. auch συνάορος u. σ υν.αίρω.

French (Bailly abrégé)

épq. c. συναίρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συναείρω [σύν, αἴρω], zie ook συναίρω samen optillen:. σὺν δ ' ἕταιροι ἤειραν de makkers tilden (hen) gezamenlijk op Il. 24.590. aan elkaar koppelen:. σὺν δ ' ἤειρεν ἱμᾶσι hij bond hen (paarden) aan elkaar met de teugels Il. 10.499.

Russian (Dvoretsky)

συναείρω: эп. = συναίρω.

Greek (Liddell-Scott)

συναείρω: συναίρω, ὁμοῦ αἴρω, σηκώνω, ἀναβιβάζω, σὺν δ’ ἕταροι ἤειραν [αὐτὸν] ἐπ’ ἀπήνης Ἰλ. Ω. 590. ΙΙ. συζευγνύω (πρβλ. συνήορος, συνωρίς), σὺν δ’ ἤειρεν ἱμᾶσι Κ. 499. ― Μέσ., ἐκ πολέων πίσυρας συναείρεται ἵππους Ο. 680· κοινῶς συναγείρεται.

English (Autenrieth)

mid. aor. subj. συναείρεται: mid., couple together for oneself, Il. 15.680.

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) βλ. συναίρω.

Greek Monotonic

συναείρω: αόρ. αʹ -ήειρα = συναίρω·
I. σηκώνω, ανεβάζω, υψώνω από κοινού, σε Ομήρ. Ιλ.
II. συνδέω ή δένω μαζί κάτω από τον ίδιο ζυγό, συζευγνύω, στο ίδ. — Μέσ. συναείρεται ἵππους, στο ίδ.

Middle Liddell

aor1 -ήειρα = συναίρω
I. to raise up together, Il.
II. to bind or yoke together, Il.; —Mid., συναείρεται ἵππους Il.