βάζω

From LSJ
Revision as of 19:16, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6b)

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βάζω Medium diacritics: βάζω Low diacritics: βάζω Capitals: ΒΑΖΩ
Transliteration A: bázō Transliteration B: bazō Transliteration C: vazo Beta Code: ba/zw

English (LSJ)

poet. Verb, used chiefly in pres. and impf.: aor.

   A ἔβαξα Hsch.: pf. Pass. (v. infr.):—speak, say, ἄρτια βάζειν Il.14.92, al.; ἀνεμώλια β. Od.4.837; πεπνυμένα βάζεις Il.9.58; οἵτ' εὖ μὲν βάζουσι κακῶς δ' ὄπιθεν φρονέουσιν Od.18.168; νήπια β. Pi.Fr.157; ἐβληχημένα β. AP7.636 (Crin.): c. dupl. acc., ταῦτά μ' ἀγειρόμενοι θάμ' ἐβάζετε Il.16.207, cf. E.Hipp.119; πολλὰ κακῶς β. ἑστίαν Ἀτρειδᾶν Id.Rh.719 (lyr.); καθεύδουσιν μάτην ἄκραντα β. A.Ch.882: c. dat. modi, χαλεποῖς βάζοντες ἔπεσσι address with sharp words, Hes.Op.186; κακοῖσι β. πολλὰ Τυδέως βίαν A.Th.571; ὑπέραυχα β. ἐπὶ πτόλει ib. 483; εἴ τι μὴ ψεῦδος ἡ παροιμίη βάζει Herod.2.102; Διονύσῳ ὄργια βάζων IG14.1642:—Pass., ἔπος . . βέβακται a word has been spoken, Od.8.408. (Cf. βάξις, βάσκειν (for βάκ-σκειν) , ἀβακής.)

German (Pape)

[Seite 423] (fut. βάξω, vgl. ἐκβάζω), reden, sprechen; in gutem Sinne, Hom. Odyss. 11, 511 ὅτε φραζοίμεθα βουλάς, αἰεὶ πρῶτος ἔβαζε καὶ οὐχ ἡμάρτανε μύθων· Νέστωρ ἀντίθεος καὶ ἐγὼ νικάσκομεν οἴω; gew. mit tadelndem Nebenbegriff, schwatzen; Hom. oft, ἄρτια Od. 8, 240; ἀνεμώλια 11, 464; ἀπατήλια 14, 127; νήπια Pind. frg. 128; ἐλεύθερα Aesch. Pers. 585; – τινά τι Il. 16, 207; εἴ τίς σε μάταια βάζει Eur. Hipp. 119; vgl. Rhes. 719; τινίτι Hes. O. 184; καθεύδουσιν μάτην ἄκραντα βάζω Aesch. Ch. 869; ἐπί τινι Spt. 465; ὄργια Διονύσῳ, beten, Ep. ad. 471 (App. 238). Außer praes. u. impf. bei Hom. auch perf. pass., ἔπος βέβακται, ein Wort ist gesprochen, Od. 8, 408, Scholl. πεφλυάρηται.