διαίνω
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
aor. ἐδίηνα,
A wet, moisten, ὑπερῴην δ' οὐκ ἐδίηνε Il.22.495; ὄμμα διῆναι Heliod.Med(?).ap.Stob.4.36.8 (hex.); διαίνετο . . ἄξων Il. 13.30; οἴνῳ διαίνων ἔντερ' Axionic.8.3:—Med., διαίνεσθαι ὄσσε wet one's eyes, A.Pers.1064 (lyr.): and abs., weep, ib.258 (lyr.); δίαινε πῆμα. Ans. διαίνομαι weep for the woe—I weep, ib.1038 (lyr.), cf. Sch.ad loc., S.Fr.210.35.—Rare in Prose, Arist.Mete.387a28.
German (Pape)
[Seite 579] (zunächst entstanden aus διανίω; vgl. δεύω, διερός?), benetzen, Apoll. Lex. Hom. p. 58, 20 διαίνειν· βρέχειν. Homer. Iliad. 21, 202 δίαινε δέ μιν μέλαν ὕδωρ; 22, 495 κοτύλην τις τυτθὸν ἐπέσχεν, χείλεα μέν τ' ἐδίην', ὑπερῴην δ' οὐκ ἐδίηνεν; 13, 30 von der Fahrt Poseidons über das Meer οὐδ' ὑπένερθε διαίνετο χάλκεος ἄξων. – Sp., wie Rufin. 6 (V, 60). – Bes. = mit Thränen benetzen, beweinen; πῆμα Aesch. Pers. 1038; ebenso med., absol., 258; ὄσσε 1064, ὄμμα Hel. Stob. fl. 100, 6.