περιοράω
English (LSJ)
impf. περιεώρων, Ion.
A περιώρων Hdt.3.118: pf. περιεόρᾱκα D.18.64 (περιωρακυῖα cod. S), etc.: fut. περιόψομαι Ar.Nu.124, etc.: aor. 2 περιεῖδον (v. infr.):—look round upon, Arist.Mete.345b8:—Pass., ib.a28. 2 abs., take a look round, Thphr.Char.25.3. II look over, overlook, i.e. look on without regarding, allow, suffer: 1 mostly c. part., ἢν τούτους περιίδης διαρπάσαντας Hdt.1.89 ; μὴ περιιδεῖν τὴν ἡγεμονίην αὖτις ἐς Μήδους περιελθοῦσαν Id.3.65, cf. 2.110, 4.118, Ar.Ach.167, Ra.509, Antipho 3.1.2, Th.1.24 ; ταῦτα περιιδεῖν γιγνόμενα D.18.63, cf. 21.115 (but with Art., εἰ ὑμᾶς τοὺς ἐναντιουμένους περιίδοιμεν if we should leave you who are opposing us alone, Th.4.87): with gen. abs., σφετεριζομένων Θηβαίων τὴν Εὔβοιαν οὐ περιείδετε D.18.99: rarely without part., οὐ περιόψεται μ' ἄνιππον [ὄντα] Ar.Nu.124 ; μηδέν' ἐν συμφορᾷ (sc. ὄντα) τῶν πολιτῶν π. D.19.230 : simply c. acc. pers., disregard a suppliant, Men.Per.6, PMagd.6.11 (iii B. C.), etc. 2 c. inf., περιιδόντες τοὺς Πέρσας ἐσελθεῖν Hdt.1.191; τοὺς προπόλους . . οὐ περιορᾶν παριέναι Id.2.63, cf. 1.24, Th.1.35, etc.; ἀποθανεῖν Porph. Abst.3.14: with inf. omitted, οὐκ ἄν με περιεῖδες [ποιέειν] Hdt.3.155; ὁ πυλουρὸς καὶ ὁ ἀγγελιηφόρος οὐ περιώρων [αὐτὸν ἐσιέναι] ib.118, cf. Th.1.39, etc.; περιιδεῖν τινα ἐπὶ πράγματι Hyp.Eux.38 ; ἐάν τ' οὖν δοῦλον ἐάν τ' οὖν καὶ ἐλεύθερον περιορᾷ Pl.Lg.934d ; π. τὴν ὕβριν τινός X.HG2.1.9: rarely c.gen., π.τῶν ἄλλων Plu.2.764d codd.; τοῦ πλείονος βίου Polem.Cyn.20. III watch closely, observe, περιορώμενοι ὑπὸ τῶν Αακεδαιμονίων Th.5.31. 2 wait for, τὸ μέλλον περιιδεῖν Id.4.71 ; π. εἴ τινες βοηθήσουσιν Isoc.9.30. IV kcep watch for or on behalf of, θεοῦ J.AJ4.2.2. V Med., watch the turn of events, Th.6.93,103,7.33 ; π. ὁποτέρων ἡ νίκη ἔσται Id.4.73. 2 c. gen., look round after, watch over, τῆς Μένδης περιορώμενος ib.124. 3 consider anxiously, τοὺς πολεμικοὺς κινδύνους Id.2.43.
German (Pape)
[Seite 585] (s. ὁράω), 1) umherschauen, nach allen Seiten umherblicken, Sp. – 2) übersehen, darüberwegsehen, dah. vernachlässigen; gew. c. partic., ruhig mit ansehen u. geschehen lassen, μή σφε περιίδῃς ἀλωμένας Soph. O. R. 1505, Conj. für παρίδῃς; Ar. oft: ταυτὶ περιείδεθ' οἱ πρυτάνεις πάσχοντά με, Ach. 167; οὐ μή σε περιόψομαι ἀπελθόντα, Ran. 509, ich werde dich nicht weggehen lassen; εἰ μή με βούλεσθ' ἀποπνιγέντα περιιδεῖν, Pax 10; in Prosa: ἢν τούτους περιΐδῃς διαρπάσαντας, Her. 1, 89; μὴ περιιδεῖν τὴν ἡγεμονίην αὖτις ἐς Μήδους περιελθοῦσαν, 3, 65; 9, 41 u. sonst; auch c. inf., 1, 24. 4, 113; ἐδέοντο δὲ μὴ σφᾶς περιορᾶν διαφθειρομένους, Thuc. 1, 25, u. oft; auch c. int., 2, 40. 4, 28. 5, 29; περιεῖδεν ἡμᾶς οὐδενὸς ἐνδεεῖς ὄντας, Is. 1, 12; auch περιιδεῖν ἐνδεεῖς τινος, Plat. Rep. VII, 538 b; δ οῦλον, ἐλεύθερόν τινα, Legg. XI, 934 d; Xen. u. Folgde; vgl. Pol. 1, 49, 8. 2, 9, 8 u. sonst. – Med. sich umsehen, d. i. zögern, abwarten; neben μέλλειν Thuc. 6, 93; auch τινός, sich wonach umsehen, Sorge wofür tragen, 4, 125.