ἐξηγέομαι
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
English (LSJ)
A to be leader of, c. gen. pers., τῶν δ' ἐξηγείσθω Il.2.806 (for And.1.116, v. 11.3). 2 c. acc. pers., lead, govern, in Th., τὰς πόλεις 1.76; τὴν Πελοπόννησον ib.71. b abs., Hdt.1.151, 9.11. 3 c. dat. pers. et acc. rei, show one the way to, τοῖσι ἐχθροῖσι τῆς πατρίδος ἅλωσιν Hdt.6.135; ἃ δ' ἐξηγεῖσθε τοῖς ξυμμάχοις Th.3.55: c. dat. pers. only, go before, lead, ἡμῖν S.OC1589, etc.: c. acc. loci only, lead the way to, χῶρον ib.1520. 4 c. gen. rei, ἐ. τῆς πράξεως X.Cyr.2.1.29; with dat. pers. added, πᾶσι κάλλους τε καὶ τελειότητος Jul.Or.4.132d. 5 ἐ. εἰς τὴν Ἑλλάδα lead an army into Greece, X.An.6.6.34. II dictate a form of words, ἐ. τὸν νόμον τῷ κήρυκι D.19.70; ἐξηγοῦ θεούς dictate, name them, E.Med.745. 2 generally, prescribe, order, ποιήσουσι τοῦτο τὸ ἂν κεῖνος ἐξηγέηται Hdt. 5.23; ὅ τι χρὴ ποιέειν ἐξηγέο σύ Id.4.9, cf. 7.234; ᾗ ὁ νόμος ἐξηγεῖται Pl.R.604b: of a diviner, c. inf., order one to do, A.Eu.595; τἄλλα δ' ἐξηγοῦ φίλοις Id.Ch.552; esp. freq. of religious forms and ceremonies, οἷς τῶν ἄλλων θεῶν οἱ Μάγοι ἐξηγοῦντο, = τοῖς ἄλλοις θεοῖς οὕς . . X.Cyr.8.3.11, cf. 4.5.51,7.3.1; τί φῶ; δίδασκ' ἄπειρον ἐξηγουμένη A.Ch.118, cf. S.OC1284, etc.; οὗτος ὁ θεὸς περὶ τὰ τοιαῦτα . . ἐ. Pl.R. 427c, cf. 469a. 3 expound, interpret, ἐ. τὸ οὔνομα καὶ τὴν θυσίην Hdt.2.49; τὸν ποιητήν Pl.Cra.407a; ἃ Ὅμηρος λέγει Id.Ion531a; ὁ τὸν Ἡράκλειτον . . ἐξηγούμενος Antiph.113.3; τὰ νόμιμα D.47.69: abs., ἄγραφοι νόμοι καθ' οὓς Εὐμολπίδαι ἐξηγοῦνται according to which they expound things, Lys.6.10, cf. And.1.116 (leg. κηρύκων ὤν); cf. ἐξηγητής 11. III tell at length, relate in full, Hdt.2.3, A.Pr.216, 702, Th.5.26; set forth, explain, τὴν ἔλασιν the line of march, Hdt. 3.4, 7.6; ἃ μετὰ χεῖρας ἔχοι καὶ -ήσασθαι οἷός τε Th.1.138; τὰ τοῦ νομοθέτου βουλήματα Pl.Lg.802c, cf. R.474c: c. acc. et inf., explain that... S.Aj.320: folld. by relat., ἐ. ὁτέῳ τρόπῳ . . Hdt.3.72. etc.; ἐ. περί τινος X.Lac.2.1.
German (Pape)
[Seite 880] 1) ausführen, Anführer sein, τινός, Il. 2, 805; oft absolut, vorangehen, Her. 9, 11. 66; ποιήσουσι τοῦτο, τὸ ἄν κεῖνος ἐξηγέηται 5, 23, was man auch »befehlen« übersetzt; Anführer sein, die Hegemonie haben, Thuc. oft, auch mit dem acc., 1, 71. 6, 85; τοῖς συμμάχοις 3, 55; Xen. An. 4, 5, 28, oft; οὕτως ἐξηγεῖτο τῆς πράξεως Cyr. 2, 1, 29, im Handeln mit seinem Beispiel vorangehen; ὁ μάντις ἐξηγεῖτό σοι μητροκτονεῖν, rieth dazu, war der Urheber des Mordes, Aesch. Eum. 565; vgl. καλῶς γὰρ ἐξηγεῖ σύ μοι Soph. O. C. 1286; χῶρον ἐξηγήσομαι, ich werde vorangehen und dir den Ort zeigen, ibd. 1516, vgl. 1585. – Oft von Gesetzen, ᾗ ὁ νόμος ἐξηγεῖται, wie das Gesetz vorschreibt, Plat. Rep. X, 604 b; – εἰς τὴν Ἑλλάδα, nach Griechenland hinführen, Xen. An. 6, 4, 34. – 2) als Redner ausführen, τί, Thuc. 1, 138; übh. auseinandersetzen, erzählen, τοιαῦτ' ἐμοῦ λόγοισιν ἐξηγουμένου Aesch. Prom. 214; τὸν ἆθλον 704, öfter; γόους τοιούσδ' ἐξηγεῖτ' ἔχειν Soph. Ai. 313; Her. oft, wie Folgde; τὸν ποιητήν, erklären, Plat. Crat. 407 a, wie τὰ τοῦ νομοθέτου βουλήματα Legg. VII, 802 c; τὰ νόμιμα Dem. 47, 69; nach B. A. 241, 20 der eigentliche Ausdruck von den Gesetzverständigen, διηγοῦνται ἰδιῶται ἄνδρες περὶ τῶν προστυχόντων. – Bes. von Priestern, lehren, andeuten, Εὐμολπίδαι ἐξ. κατ' ἀγράφους νό μους Lys. 6, 10, τοῖς θεοῖς ἐξαιρεῖται ὅτι ἂν οἱ μάγοι ἐξηγῶνται Xen. Cyr. 8, 3, 11; von den Göttern selbst, ταύτῃ θήσομεν ᾗ ἂν ἐξηγῆται ὁ θεός Plat. Rep. V, 469 a; vgl. IV, 427 c. Aehnl. ἐξηγησαμένη τοῖς ἐχθροῖς τῆς πατρίδος ἅλωσιν Her. 6, 135, die den Feinden gezeigt hatte, wie sie einnehmen könnten; ἐξηγέο ὅτεῳ τρόπῳ πάριμεν 3, 72; – ἐξηγούμεθα καὶ διατάττομεν ἕκαστα Luc. Iup. Trag. 17.