πετάννυμι
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
and πεταννύω (ἀνα-) ; later πετάω (ἀνα-) Luc.Cal.21 ; poet. πίτνημι (q.v.): fut. πετάσω (ἐκ-) E.IT1135 (lyr.); Att. πετῶ (ἀνα-) Men.26,458: aor. ἐπέτᾰσα (κατ-) Ar.Pl.731, etc.; Ep. πέτασα, πέτασσα, Hom. (v. infr.): pf. πεπέτακα (δια-) D.S.17.115 :—Med., Ep. aor.
A πετάσαντο Nonn.D.2.704:—Pass., aor. ἐπετάσθην, Ep. πετ-, Od.21.50, (ἐκ-) E.Cyc.497 (lyr.): pf. πέπταμαι Hom. (v. infr.), πεπέτασμαι (ἐκ-) Orac. ap. Hdt.1.62, (παρα-) Plb.33.5.2, (ἀνα-) Pl.Phd.111c, Luc.Gall. 29 : plpf. ἐπέπτατο, Ep. πέπτ- Il.17.371 : forms prop. belonging to πέτομαι are ἀνα-πτάς Zenod. in Il.1.351 ; ἀνα-πτάμεναι (for -πεπτάμεναι) πύλαι Parm.1.18 ; conversely πετασθέντα in signf. fly, Sotion p.186 W.—The simple Verb is rare exc. in aor. Act. and Pass., and pf. Pass.; cf. ἀνα-, δια-, κατα-, περι-πετάννυμι :—spread out, οὔρῳ πέτασ' ἱστία Od.5.269 ; [εἵματα] πέτασαν παρὰ θῖνα 6.94 ; χεῖρε πετάσσας, of one swimming, 5.374 ; ἄμφω χεῖρε φίλοις ἑτάροισι πετάσσας Il. 4.523, 13.549 : abs., πετάσας opening his doors, Theoc.16.6: metaph., θυμὸν πετάσαι 'flutter', elate one's heart, Od.18.160 :—Pass., mostly pf., to be spread on all sides, ἀμφὶ δὲ πέπλοι πέπτανται Il.5.195 ; αἴθρη πέπταται ἀνέφελος Od.6.45 ; πέπτατο δ' αὐγὴ Ἡελίου Il.17.371 ; part., spread wide, opened wide, of folding doors, πεπταμέναι πύλαι 21.531 ; also πετασθεῖσαι τεῦξαν φάος ib.538 ; θύρετρα . . πετάσθησαν Od. 21.50 ; later κῶας πεπταμένον A.R.2.405 ; πεπτ. πέλαγος the open sea, Arat.288 ; ὄστρεον χείλεσι πεπτ. AP9.86 (Antiphil.); πεπταμέναι περὶ τέκνα μέγα κλαίουσι γυναῖκες Opp.C.3.106 ; also ὡς ἄνεμος ἐπετάσθη was scattered abroad, dispersed, of death, Riv.Fil.57.380 (Crete). (Cf. Lat. pateo, OE. fæpm 'fathom'.)
German (Pape)
[Seite 604] fut. πετάσω, att. πετῶ, aor. ἐπέτασα, ep. πέτασσα, perf. pass. πέπταμαι, selten πεπέτασμαι, Orak. bei Her. 1, 62, ἀναπεπέτασται, Luc. somn. 29, aor. pass. ἐπετάσθην; – ausbreiten; aus einander falten, wie Gewänder, Od. 6, 94; Segel, 5, 269, vgl. Il. 1, 480. 8, 441 Od. 1, 130; χεῖρε, beide Arme ausbreiten, bes. gegen Einen, ihn zu umarmen, od. ihn anzuflehen, Il. 4, 523. 15, 549; von Thürflügeln, sie aus einander schlagen, öffnen, πύλαι πεπταμέναι, geöffnete Thürflügel, 21, 531, vgl. 538 Od. 21, 50; übertr., θυμὸν πετάσαι, das Herz weit machen, es in sehnsüchtigem Verlangen schwellen, 18, 160; pass. sich nach allen Seiten hin ausbreiten, ausdehnen, αἴθρη πέπταται ἀνέφελος, αἴγλη Ἠελίοιο πέπταται, Od. 6, 45 Il. 17, 371; sonst noch sp. D.: πεπταμέναι περὶ τέκνα μέγα κλαίουσι γυναῖκες, Opp. Cyn. 3, 106; πεπταμένον κῶας, Ap. Rh. 2, 405; Anth. – Vgl. noch πιτνάω, πίτνημι; verwandt ist pateo, auch πέτομαι, wahrscheinlich auch πίπτω.