σκοπέω
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
English (LSJ)
used by early writers only in pres. and impf. Act. and Med. (v. infr. 11), the other tenses being supplied by σκέπτομαι (q.v.):—but in later writers we find fut. σκοπήσω, Anon.Prog. in Rh.1.615 W., Gal.UP3.10 (f.l.), (ἐπι-) Babr. 103.8, (κατα-) Hld.5.4: aor.
A ἐσκόπησα Thphr.Sign.1 (προ-), Plb. Fr.54 (s.v.l.) (περι-), Lib.Or.12.28, etc.: and of Med., aor. ἐσκοπησάμην (περι-) Luc.VH1.32: pf. ἐσκόπημαι (προαν-) J.AJ17.5.6: (cf. σκέπτομαι):—behold, contemplate (rather of particulars than of universals, of which θεωρέω is more commonly used, but οἱ τὸν ἥλιον ἐκλείποντα θεωροῦντες καὶ σκοπούμενοι Pl.Phd.99d), ἄστρον Pi.O.1.5; πλοῦν μὴ 'ξ ἀπόπτου μᾶλλον ἢ 'γγύθεν σκοπεῖν S.Ph.467, cf. E.IA490; τὰ πόρρω Id.Rh.482; τὰ ἔμπροσθεν X.An.6.3.14(17); examine, inspect, καταθεῖναί τι . . σκοπεῖν τῷ βουλομένῳ IG 12(5).480 (Athenian law, v B.C.); σ. παραγραφάς PLips.38 ii 2 (iv A.D.): abs., ἄλλοσε σ. S.El.1474; σκοπεῖτε look out, watch, A.Supp.232, etc.: folld. by a clause, σ. ὅπου . . S.Ph.16; σ. ποῦ . . X.Cyr.3.2.1, etc.: folld. by a Prep., σ. εἰς . . E.Fr.812.6, Pl.Plt.305b. 2 metaph., look to or into, consider, examine, τὰ ἑωυτοῦ σ. look to one's own affairs, Hdt.1.8; τὸ σεαυτοῦ Pl.Phdr.232d; τὸ ὑμέτερον Antipho 4.2.8; καιρόν Th.4.23; τὸ συμφέρον Pl.R.342bsq.; τὸ πρὸς ποσί S.OT130; τοὺς νόμους πρὸς τοὺς τῇδε with reference to the laws here, Pl.Ti.24a; τι πρὸς ἐμαυτόν Id.Euthphr.9c: abs., σκοπῶν εὕρισκον ἴασιν S.OT68, cf. Ph.282: folld. by an acc. and interrog. clause, or μή... σ. τὴν τελευτὴν κῇ ἀποβήσεται Hdt.1.32, cf. S.Ph.506, OT407: folld. by an interrog. clause alone, σ. πόθεν χρὴ ἄρξασθαι And.1.8; σ. εἰ . . S.Ant.41, Pl.Lg.862a (Med.); ὅπως . . X.Cyr.2.2.26: sts. c. gen. pers. as well as acc. or clause, σκόπει δὴ τόδε αὐτῶν Pl.Tht.182a; πρῶτον αὐτῶν ἐσκόπει πότερα . . X.Mem.1.1.12: folld. by a Prep., ἐξ ὧν ἀγγέλλουσι σκοποῦντες λογιεῖσθε τὰ εἰκότα Th.6.36, cf. 1.1, X.An.3.1.13; πρὸς τὸ ἄρχειν σκοπῶν λογίζομαι Id.Cyr.1.6.8; σ. τὰ λοιπὰ πρὸς ὑμᾶς αὐτούς Antipho 1.31; ἀνομολογούμενοι πρὸς ἀλλήλους Pl.R.348b; τόδε περὶ αὐτοῦ ib.351b, etc.; τὴν ὀρθολογίαν περί τι Id.Sph.239b: with Adv., abs., ὀρθῶς σ. E.Ph.155; καιρίως Id.Rh.339; ἄμεινον Pl.Smp. 219a. 3 look out for, παῦλαν X.An.5.7.32; τι ἀγαθόν Id.Hier.9.10; νεώσοικον Ar.Ach.96; ἐσκόπει γυναῖκά μοι Is.2.18, cf. D.Ep.2.11; σ. ὄνομα κάλλιον αὐτῇ Plu.2.991f. II Med., used like Act. 1.1 (perh. implying a more deliberate consideration), c. acc., E.IT 68, Hel.1537; τένοντ' ἐς ὀρθὸν ὄμμασι σκοπουμένη Id.Med.1166. 2 = 1.2, S.OT964; σ. τύχας βροτῶν E.Fr.262: folld. by relat., σ. τίνι τρόπῳ . . Pl.Smp.176b, cf. Th.8.48: περί τινος Pl.Prt.353a, X.Hier. 1.10: abs., ἔνεστι τοῖσιν εὖ σκοπουμένοις ταρβεῖν . . S.Tr.296. 3 = 1.3, ὅτανπερ ἀδικεῖν ἐπιχειρῶσιν, ἅμα καὶ τὴν ἀπολογίαν σκοποῦνται Isoc.21.17. III rarely in Pass., σκοπῶν καὶ σκοπούμενος ὑπ' ἄλλων considering and being considered, Pl.Lg.772d; ὁ λόγος . . αἰσχρὸς τοῖς σκοπουμένοις is disgraceful in the very matter considered, D.20.54 (s.v.l., τοῖς σ. secl. Dobree).
German (Pape)
[Seite 903] nur im praes. u. imperf. gebr., u. so σκέπτομαι ergänzend, aus der Ferne auf ein bestimmtes Ziel hinsehen, betrachten, beschauen; ἄστρον, Pind. Ol. 1, 5; σκοπεῖτε, Aesch. Suppl. 229; μηκέτ' ἄλλοσε σκόπει, Soph. El. 1466; πλοῦν μὴ 'ξ ἀπόπτου μᾶλλον ἢ 'γγύθεν σκοπεῖν, 465, u. öfter; μὴ νῦν τὰ πόῤῥω σκόπει, Eur. Rhes. 482; τὰ πράγματ' ἐγγύθεν σκοπῶν, I. A. 490; Ar. Ran. 1153; u. in Prosa: παντὸς χρήματος τελευτήν, Her. 1, 32, τά τινος, für Einen sorgen, 1, 8, wie τὰ σεαυτοῦ, Plat. Phaedr. 232 d; Thuc. 1, 1. 3, 12 u. öfter; σκοπῶ, ὅπως ἀποφανοῦμαι, Plat. Gorg. 526 d; πρὸς ἐμαυτὸν σκοπῶ, ich überlege bei mir selbst, Euthyphr. 9 c, wie πρὸς ἀλλήλους Rep. I, 348 b, ποῖ σκοπεῖς; Legg. XII, 963 b; καὶ ὁρᾶν, τί δράσομεν, Phil. 22 c; τὴν ἀλήθειαν, Gorg. 526 d, öfter; Xen. Cyr. 2, 4, 11 u. sonst; φθόνον σκοπῶν ὅ τι εἴη, Mem. 3, 9, 8; λόγους πρὸς τοὺς ἀγῶνας, Isocr. 4, 11; σκοπῶν καὶ θεωρῶν τὸ πρᾶγμα αὐτό, Dem. 38, 11, u. öfter; ἐσκόπει γυναῖκά μοι, er sah sich nach einer Frau für mich um, Is. 2, 17; σκόπει, μή –, sieh zu, daß nicht, nimm dich in Acht, Plat. Gorg. 458 c; σκοπεῖν ὅπως, Xen. Cyr. 2, 2, 26. – Das med. in derselben Bdtg, eigtl. bei sich überlegen, ἔνεστι τοῖσιν εὖ σκοπουμένοις ταρβεῖν, Soph. Trach. 295; O. R. 964; σκοποῦμαι ὄμμα πανταχοῦ στρέφων, Eur. I. T. 68, vgl. Hel. 1553 Med. 1166; Ar. Eccl. 207; oft in Prosa: σκοπούμεθα πρὸς τὸν τῶν πολλῶν λόγον, Plat. Legg. I, 627 d; τί δεῖ ἡμᾶς σκοπεῖσθαι τὴν τῶν πολλῶν δόξαν, Prot. 353 a; οἱ τὸν ἥλιον ἐκλείποντα θεωροῦντες καὶ σκοπούμενοι, Phaed. 99, d, u. öfter; er vrbdt sogar σκοπῶν καὶ σκοπούμενος ὑπ' ἄλλων, prüfen lassend, Legg. I, 645 d; Xen. An. 5, 2, 8 u. sonst, wie Folgde, μὴ πικρῶς, ἀλλ' ἀνθρωπίνως σκοπεῖσθαι τὰ πράγματα Pol. 4, 14, 7. – So wie θεάομαι u. θεωρέω auf das Allgemeine, geht σκοπέω u. σκοπέομαι auf das Besondere, vgl. Her. 1, 30 Plat. Phaed. 99 d.