ἐκπλέω
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
English (LSJ)
fut. -πλεύσομαι: pf. -
A πέπλευκα IG2.793a7 : Ion. ἐκπλώω, aor. -έπλωσα: pf. πέπλωκα Lyc.1084 :—sail out or away, τοῦ Πόντου Hdt.6.5 ; ἔξω τοῦ Ἑλλησπόντου Id.5.103 ; τῆσδ' ἐ. χθονός S.Ph.1375; ἐκ τῆσδε γῆς ib.577 ; ἐ. ἐς ἀποικίην Hdt.6.22; κατ' Εὐρώπης ζήτησιν, κατὰ ληΐην, Id.2.44,152 ; ἐπί τινα against.., Th.1.37 ; of fish, swim out, ἀγεληδὸν ἐ. ἐς θάλασσαν Hdt.2.93. 2 metaph., ἐκπλεῖν τῶν φρενῶν go out of one's mind, lose one's senses, Id.3.155, Ael.Fr. 240. II rarely c. acc. loci, sail out past, τὸ ἔθνος τῶν Ἰχθυοφάγων Arr.Ind.29.7, cf. Lyc.1084, A.R.2.645. 2 c. acc. cogn., ἐ. τὸν ὕστερον ἔκπλουν D.49.6. III trans., ἐ. ἐς τὴν εὐρυχωρίαν τὰς τῶν πολεμίων ναῦς outsail them into the open sea, Th.8.102 (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 773] (s. πλέω), ion. ἐκπλώω., ausschiffen, absegeln; Aesch. frg. 229; Soph. Ai. 1078 u. öfter, wie Folgde, sowohl von Menschen als von Schiffen; ἐκ τῆς Σάμου εἰς Λακεδαίμονα Her. 3, 148; τῇ νηΐ Thuc. 1, 131; Ggstz von εἰσπλέω, aus einem Hafen herausfahren, 2, 69; τὸν ἔκπλουν Dem. 49, 6. – Her. braucht ἐκπλώω auch von Fischen, herausschwimmen, 2, 93, u. vrbdt ἔξω τὸν Ἑλλήσποντον ἐκπλώσαντες, über den H. hinausschiffen, 5, 103, womit Arr. Ind. 29, 7 ἐξέπλωσαν τὸ ἔθνος u. Lycophr. 1084 zu vgl. – Uebertr., ἐκπλώσαντες ἐκ τοῦ νόου Her. 6, 12, wie τῶν φρενῶν 3, 155, aus dem Verstande herausfahren, von Sinnen kommen.