ὀδύρομαι
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
English (LSJ)
[ῡ], mostly used in pres. and impf., Ep. impf. ὀδύρετο, ὀδύροντο (without augm.), Ion.
A ὀδυρέσκετο Hdt.3.119 : fut. ὀδῠροῦμαι D.21.186, and prob. l. Isoc.18.35 : aor. ὠδῡράμην Id.12.9, Theoc.1.75 (cf. ἀνοδύρομαι) ; part. ὀδῡράμενος Il. 24.48 : aor. Pass. κατ-ωδύρθην Plu.2.117f.—In Trag. the form δύρομαι is required by the metre in A.Pr.273, Pers.582 (lyr.), S.OT 1218 (lyr., ὀδ- codd.), E.Hec.740, Med.159 (lyr., ὀδ- codd.), and prob. in Id.Andr.397, v. infr. 4 ; in Id.Ph.1762, Apollod.Com.8, ὀδύρομαι is necessary ; elsewh. either form is possible :—lament, bewail, a person or thing : 1 c. acc. pers., ὀδυρομένη φίλα τέκνα Il.2.315 ; Ἕκτορα δάκρυ χέοντες ὀδύροντο 24.714, cf. S.OC1439, Ant. 693 : less freq. c. acc. rei, ὁ δ' ὀδύρετο πατρίδα γαῖαν mourned for it, i.e. for the want of it, Od.13.219 ; so νόστον ὀ. 5.153, 13.379 ; προπηλακίσεις Pl.R.329b ; δυστυχίας Isoc.4.169 ; πάθη D.18.41 ; οὐκ ὠδύραντο . . τὴν προκαταστροφήν Epicur.Sent.40. 2 c. gen. pers., mourn for, for the sake of . ., ὡς δὲ πατὴρ οὗ παιδὸς ὀ. Il.23.222, cf. 22.424, Od.4.104, etc. ; ὑπέρ τινος Pl.R.387d ; ἐπὶ πᾶσι Arist.VV1251b21. 3 ὀ. τινί wail or lament to or before, ἐξελθὼν λαιοῖσιν ὀ. Od.4.740 ; ἀλλήλοισιν ὀδύρονται wail aloud one to another, Il.2.290. 4 abs., wail, mourn, freq. in Hom., in part., -όμενος στεναχίζω Od.9.13 ; στοναχῇ τε γόῳ τε ἧσται ὀ. 16.145 ; ὀ. κατὰ θυμόν 18.203 ; τίταῦτ' ὀδύρομαι ; why mourn I thus? E.Andr.397 (where Pors. restores ταῦτα δύρομαι for the caesura) ; θρηνοῦντός τε μου καὶ ὀδυρομένου Pl. Ap.38d, cf. Phld.Rh.1.381 S., etc.
German (Pape)
[Seite 295] (verwandt mit δύη, ὀδύνη?), – 1) wehklagen, jammern, trauern; absolut, στοναχῇ τε γόῳ τε, Od. 16, 145, ὀδυρόμενος στεναχίζω, 9, 13 u. öfter; – τινός, um Einen, um Etwas, ὀδύρεαι ἔνδοθι θυμῷ Ἀργείων, Od. 8, 577, τῶν πάντων οὐ τόσσον ὀδύρομαι –, ὡς ἑνός, Il. 22, 424, vgl. 23, 222 Od. 4, 104. 819; auch ἀμφί τινα, 11, 486; aber τινί ist = Einem Etwas vorklagen, 4, 740, ἀλλήλοισιν, sich gegenseitig vorklagen, Il. 2, 290; οὔτε κλαίειν οὔτ' ὀδύρεσθαι πρέπει, Aesch. Spt. 638; Soph. Ai. 320. – 2) trans., beklagen, beweinen, τινά, Il. 24, 740 u. öfter; auch πατρίδα γαῖαν, um das Vaterland trauern, sich mit Betrübniß nach der Heimath sehnen, Od. 13, 219, σὸν ἀεὶ νόστον ὀδυρομένη, ib. 379, wie 5, 113, aus Sehnsucht nach der Heimkehr trauern; χειμῶνα, Aesch. Prom. 845; τὴν παῖδα ταύτην οἷ' ὀδύρεται πόλις, Soph. Ant. 689; τί ταὖτα θρηνῶ καὶ μάτην ὀδύρομαι; Eur. Phoen. 1762, öfter, und in Prosa, Plat. Rep. III, 329 b; auch ὑπέρ τινος ὡς δεινόν τι πεπονθότος, ib. 387, l; καὶ θρηνεῖν, Apol. 38 d; καὶ κλαίειν, Rep. III, 388, d; u. so bei den Folgdn; τὰ παιδία ὀδυρεῖται καὶ πολλοὺς λόγους καὶ ταπεινοὺς ἐρεῖ, Dem. 21, 186. von der gewöhnlichen Art der Redner, das Mitleid der Richter zu erregen; τί σεαυτὸν ὀδύρῃ, Luc. Mort. D. 17, 1. – Die kürzere Form δύρομαι. haben die Tragg., τὰ μὲν παρόντα μὴ δύρεσθ' ἄχη, Aesch. Prom. 271; Pers. 574; Soph. O. R. 1218, nach Porson's Emend.; vgl. Porson Eur. Hec. 734; einzeln auch sp. D.