θάμβος

From LSJ
Revision as of 19:33, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6a)

ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάριςevery inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θάμβος Medium diacritics: θάμβος Low diacritics: θάμβος Capitals: ΘΑΜΒΟΣ
Transliteration A: thámbos Transliteration B: thambos Transliteration C: thamvos Beta Code: qa/mbos

English (LSJ)

εος, τό, also ὁ Simon.237, LXX Ec.12.5 (pl.): (τέθηπα):—

   A amazement, θ. δ' ἔχεν εἰσορόωντας Il.4.79; θ. δ' ἕλε πάντας ἰδόντας Od.3.372; θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε μιχθείς Pi.N.1.55; θάμβει ἐκπλαγέντες E.Rh.291, cf. Ar.Av.781 (lyr.), Th.6.31, Pl.Phdr.254c: pl., Onos.41.2.    2 in objective sense, θάμβοι terrors in the way, LXX l.c.; object of wonder, Epigr.Gr.1068 (Gerasa).

German (Pape)

[Seite 1185] τό, auch ὁ, Simonds bei Schol. Il. 4, 79 (vgl. τάφος, τέθηπα), Staunen, Erstaunen, Verwunderung, Entsetzen; θάμβος δ' ἔχεν εἰσορόωντας Il. 4, 79; θάμβος δ' ἕλε πάντας ἰδόντας Od. 5, 372; Ar. Av. 781; δύσφορον Pind. N. 1, 55; θάμβει ἐκπλαγέντες Eur. Rhes. 291, vgl. Hec. 180; in Prosa, ὁ στόλος οὐχ ἧσσον τόλμης τε θάμβει, Staunen über das Wagniß, καὶ ὄψεως λαμπρότητι περιβόητος ἐγένετο Thuc. 6, 31; ὑπ' αἰσχύνης τε καὶ θάμβους Plat. Phaedr. 254 c; geradezu Furcht, δεισιδαιμονία θάμβος ἐργάζεται Plut. Pericl. 6.