τόλμα
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
ης, ἡ, also τόλμη, which Phryn.PSp.114 B. compares with πρύμνη for πρύμνα: but (apart from
A πρὸς τόλμην πεσεῖν S.Ichn. 11 (Pap.), which is not guaranteed by the metre) only the form τόλμᾰ (acc. τόλμᾰν, e. g. E.IT862) occurs in Att. and Trag., E.Andr.702, Ion 1264, Fr.426 (in E.Ion1416, ἥ γε τόλμα σου (cj. Jodrell) is the prob.l.), Th.3.82, 6.59, Pl.La.193d, R.575a, Gal.15.144, POxy.1119.8 (iii A. D.), etc.; so in Ion., Hdt. 7.135; but τόλμη (nom.) in Clitarch. 35J., acc. τόλμην LXX Ju.16.10(12) cod.Alex.: Dor. τόλμᾱ, Pi. O.9.82, 13.11:—courage, hardihood, Pi. ll. cc., Hdt.2.121.ζ, Trag. and Att. (v. supr.); τόλμα καλῶν courage for noble acts, Pi.N.7.59; τῶνδε τόλμαν σχεθεῖν to have courage or nerve for this business, A. Pr.16. 2 in bad sense, over-boldness, recklessness, Id.Ch.1004 (996); πῶς οὖν . . ἐς τόδ' ἂν τόλμης ἔβη; S.OT125, cf. E.Ion1264, etc.; τόλμης ἔργα κἀναισχυντίας Ar.Th.702; τ. ἀλόγιστος Th.3.82, cf. 6.59; τ. καὶ ἀναίδεια Antipho 3.3.5, Is.6.46; θρασύτης καὶ τ. Pl.La. 197b; τ. καὶ ἀναισχυντία Id.Ap.38d; ἡ ἄφρων τ. Id.La.193d. II a bold or daring act, φίλτρα τόλμης τῆσδε A.Ch.1029; τόλμας (gen.), ἃν ἔρεξα E.Andr.838 (lyr.): pl., κακὰς δὲ τόλμας μήτ' ἐπισταίμην ἐγώ S.Tr.582, cf. Aj.46; ἀνόσιοι πληγῶν τ. Pl.Lg.881a, cf. Ep.336d. III Pythag. name for 2, Anatol. ap. Theol.Ar.8. (v. Τλάω.)
German (Pape)
[Seite 1126] ἡ, auch τόλμη, der Muth, Etwas zu unternehmen, Kühnheit, Dreistigkeit; Pind. τόλμα καὶ δύναμις ἕσποιτο, Ol. 9, 82; εὐθεῖα, 13, 11; τόλμᾳ τε καὶ σθένει, P. 10, 24, u. öfter; τόλμας ἀφαιρεῖν, Eur. Suppl. 465; τόλμης ἕκατι κἀδίκου φρονήματος, Aesch. Ch. 990; πῶς οὖν ὁ λῃστὴς ἐς τόδ ἂν τόλμης ἔβη, Soph. O. R. 125 u. öfter, wie Eur., σὺ τόλμαν τήνδ' ἔτλης ἀμήχανον Hec. 1123, τί τέρμα τόλμης γενήσεται Hipp. 937; τόλμης ἔργα κἀναισχυντίας, Ar. Th. 702; Her. 7, 135; καὶ ἀναίδεια, Dem.; Aesch. 1, 24; Plat. oft, καὶ θρασύτης, Lach. 197 b; καὶ ἀναισχυντία, Apol. 384; Folgde; auch das Unterfangen, das Wagniß, Aesch. Ch. 1025; als eigtl. att. gilt τόλμη, nach Ellendt überall bei den Tragg. herzustellen; doch findet sich τόλμα auch Eur. Andr. 702 Ion 1264. – Verwandt mit ταάω, ταλα'Ω, tolerare.