κύμβαχος
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
English (LSJ)
ον, (κύμβη B)
A head-foremost, tumbling, ἔκπεσε δίφρου κύμβαχος ἐν κονίῃσιν Il.5.586; κ. ἐπ' ὤμους Hld.10.30, cf. Lyc.66, Eust.584.16. II Subst., ὁ, crown of a helmet, κόρυθος . . ἱπποδασείης κ. ἀκρότατος Il.15.536.
German (Pape)
[Seite 1530] (vgl. κύμβη u. κυβή), kopfüber, pronus; ἔκπεσε δίφρου κύμβαχος ἐν κονίῃσι Il. 5, 586, was ἐπὶ κεφαλήν erklärt wird; ἐκβράσασα κύμβαχον δέμας Lycophr. 66 u. a. Sp. – Subst. ὁ κύμβαχος, der obere, rund gewölbte Theil des Helms, in welchem der Helmbusch steckt, κόρυθος κύμβαχον ἀκρότατον νύξε Il. 15, 535, Helmspitze.