πελάζω
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
Il.5.766, etc.: fut. -άσω E.El.1332 (lyr.), etc.; Att.
A πελῶ A.Pr.284 (anap.), S.Ph.1150 (lyr., codd.), OC1060 (lyr.), El.497 (lyr.) : aor. ἐπέλᾰσα E.Hel.671 (lyr.) ; Ep. πέλασα Il.12.194 ; Ep. and Lyr. ἐπέλασσα 21.93, πέλασσα 13.1, Pi.P.4.227 :—Med., aor. opt. (trans.) πελασαίατο Il.17.341 ; inf. πελάσασθαι Emp.133 :—Pass., aor. ἐπελάσθην, Ep. 3pl. πέλασθεν Il.12.420, inf. πελασθῆναι S.OT 213 (lyr.) ; Ep. aor. Pass. ἔπλητο Hes. Th.193, ἔπληντο Il.4.449, etc., πλῆτο 14.438, πλῆντο ib.468 ; later ἐπλάθην [ᾱ] A.Pr.897 (lyr.), E. Tr.203(lyr.), etc. : pf. Pass. πέπλημαι AP5.46 (Rufin.) ; 3pl.πεπλήαται Semon.31 A (fort. πεπλέαται) ; part. πεπλημένος Od.12.108 ; cf. πελάω, πελάθω, πλάθω : (πέλας) : A intr., approach, draw near, c. dat., πέλασεν νήεσσι Il.12.112 ; ὅς τις ἀϊδρείῃ πελάσῃ Od.12.41 ; ἐὸν . . ἐόντι πελάζει Parm.8.25 ; τούτοις σὺ μὴ π. A.Pr.807, cf. S.Ph.301, etc.: rarely in Prose, π. πολεμίοισι Hdt.9.74 ; θηρίοις X.Cyr.1.4.7, cf. 3.2.10, An.4.2.3 ; τῷ φθινοπώρῳ Hp.Prog.24 : prov., ὅμοιον ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει like draws to like, Pl. Smp.195b. 2 less freq. c. gen., ἐπὴν [ἡ γυνὴ] τόκου π. Hp.Mul. 1.34 ; πάρα . . πελάσαι φάος . . νεῶν light may come near the ships, S. Aj.709 (lyr.) ; εἴρξω πελάζειν [σῆς πάτρας] Id.Ph.1407 (but σῆς πάτρας shd. be deleted) ; π. πηγῆς Call.Ap.88 (nisi leg. πηγῇσι) ; π. τῆς πόλεως Th.2.77, Plb.21.6.3 ; also μὴ πελάσητ' ὄμματος ἐγγύς E.Med.101 (anap.). 3 with a Prep., πρὸς τοῖχον π. Hes.Op. 732 ; ἐς τὸν ἀριθμόν Hdt.2.19 ; [τὸ ὕδωρ] ἐς τὸ θερμὸν π. gets hotter, Id.4.181 ; ἐς τούσδε τόπους S.OC1761 (anap.) ; εἰς ὄψιν, ἐς σὸν βλέφαρον, E.IT1212, El.1332 (anap.) ; ἐπί τινος Orph.A.888 ; πρὸς ἀλλήλας Plu.2.564b. 4 c. acc. loci, δῶμα πελάζει E.Andr.1167 (anap.) ; elsewh. dub., S.OC1060 (fort. εἰς νομόν), Ph.1150 (but φυγᾷ μ' οὐκέτι . . πελᾶτ' shd. be taken in trans. sense, will no more draw me after you). 5 abs., X.Cyr.7.1.48. II approach (in marriage), ματρὶ τεᾷ πελάσαις Pi.N.10.81 ; ἐπὶ παρθενικῆς λέχος AP5.301 (Agath.). B causal, only in Poets, bring near or to, freq. in Hom. (Hes. only Op.431), both of persons and things, [νέας] Κρήτῃ ἐπέλασσεν Od.3.291, cf. 300 ; με . . γαίῃ Θεσπρωτῶν πέλασεν μέγα κῦμα 14.315 ; τοὺς δ' Ἰθάκῃ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμος 15.482 ; π. τινὰ Ἀχιλῆϊ Il.24.154, cf. 2.744, etc.; Ζεὺς . . Ἕκτορα νηυσὶ π. let him approach the ships, 13.1 ; νευρὴν μὲν μαζῷ πέλασεν τόξῳ δὲ σίδηρον brought the string up to his breast, etc., of one drawing a bow, 4.123 ; ἐπέλασσα θαλάσσῃ στῆθος, in swimming, Od.14.350 ; πάντας . . πέλασε χθονί brought them to earth, Il.8.277 ; οὔδει τινὰ πελάσσαι 23.719, etc.; ἱστὸν δ' ἱστοδόκῃ πέλασαν 1.434 ; βόας ζεύγλᾳ π. Pi.P.4.227 ; δεσμοῖς τινὰ π. A.Pr.155 (anap.) ; βρόχῳ δέρην E.Alc.230 (lyr.) ; μὴ πέλαζε μητρί (sc. τέκνα) Id.Med.91 ; κορώνῃ νευρειήν Theoc.25.212 ; ἐπεί ἐπέλασσέ γε δαίμων brought [him so far], Il.15.418, cf. 21.93 ; γόμφοισιν πελάσας [γύην] when he has fixed [the plough-tree to the pole] with nails, Hes.Op.431 : metaph., ἑ . . κακῇς ὀδύνῃσι π. bring him into pain, Il.5.766 ; ἐμὲ . . κράτει πέλασον endue me with might, Pi. O.1.78 ; Βορέᾳ σῶμα π. exposing it... Ar.Av.1399 (anap.) ; ἔπος ἐρέω, ἀδάμαντι πελάσσας (sc. αὐτό) having made it firm as adamant, Orac. ap. Hdt.7.141. 2 folld. by a Prep., με . . νῆσον ἐς Ὠγυγίην πέλασαν θεοί Od. 7.254 ; κτήματα δ' ἐν σπήεσσι πελάσσατε 10.404, cf. 424 ; also δεῦρο π. τινά 5.111 ; οὖδάσδε πελάζειν τινά 10.440. 3 Med., bring near to oneself, οὐκ ἔστιν πελάσασθαι ἐν ὀφθαλμοῖσιν ἐφικτόν Emp.l.c. C Pass., like the intr. Act., come nigh, approach, etc., c. dat., ἀσπίδες . . ἔπληντ' ἀλλήλῃσι Il.4.449 ; πλῆτο χθονί he came near (i. e. sank to) earth, 14.438 ; οὔδεϊ πλῆντο ib.468 ; σκοπέλῳ πεπλημένος Od. 12.108 : abs., ἐπεὶ τὰ πρῶτα πέλασθεν (sc. τείχει) Il.12.420, cf. A.Th. 144 (lyr.). 2 rarely c. gen., Χρύσης πελασθεὶς φύλακος S.Ph. 1327. 3 folld. by a Prep., πελασθῆναι ἐπὶ τὸν θεόν Id.OT213 (lyr.). II approach or wed, of a woman, μηδὲ πλαθείην γαμέτᾳ A.Pr.897 (lyr.), cf. E.Andr.25 ; v. supr. A. 11.
German (Pape)
[Seite 548] fut. πελάσω, aor. ἐπέλασα, p., bes. ep. ἐπέλασσα, nähern, nahe bringen, heranbewegen, von belebten Wesen u. leblosen Dingen, τινά τινι; τοὺς Αἰθίκεσσι πέλασσεν, Il. 2, 744; ἱστὸν δ' ἱστοδόκῃ πέλασαν, 1, 434, den Mast in sein Behältniß legen; νευρὴν μὲν μαζῷ πέλασεν, τόξῳ δὲ σίδηρον, 4, 123, die Sehne an die Brust heranziehen, öfter; ἐμὲ μὲν νῦν νηυσὶ πελάσσετον, 10, 442, öfter; Τρῶας νηυσί, die Troer sich den Schiffen nähern lassen, 13, 1; πάντας πέλασε χθονί, warf sie auf die Erde, 8, 277 u. öfter; auch ἔνθα μιν ἐξ ἵππων πέλασαν χθονί, sie legten ihn auf die Erde, 14, 435; τὰς (νῆας) Κρήτῃ ἐπέλασσεν (Ζεύς), Od. 3, 291; στῆθος θαλάσσῃ, die Brust dem Meere nähern, d. i. sich mit der Brust aufs Meer legen, um zu schwimmen, 14, 350; auch τινὰ νῆσον ἐς Ὠγυγίην, Einen an die Insel hinantreiben, 7, 254. 12, 448; κτήματα ἐν σπήεσσι πελάζειν, 10, 404. 424, in die Höhle bringen; δεῦρο πελ. τινά, 5, 111. 134; οὖδάσδε, 10, 440; ἐπέλασε Νείλῳ, Eur. Hel. 677; Or. 1684; übertr., τινὰ ὀδύνῃσι πελάζειν, Einen den Schmerzen nahe bringen, ihn in Schmerzen stürzen, in Leid versetzen, Il. 5, 766; τοὺς (βόας) ἀγαγὼν ζεύγλᾳ πέλασσεν μοῦνος, er brachte sie unter das Joch, Pind. P. 4, 227; ἐμὲ δ' ἐπὶ ταχυτάτων πόρευσον ἁρμάτων, κράτει δὲ πέλασον, d. i. verleihe mir den Sieg, Ol. 1, 78; δεσμοῖς ἀλύτοις ἀγρίως πελάσας, Aesch. Prom. 155, wo der accus. aus dem Zusammenhange leicht zu ergänzen ist, wie Il. 23, 719, οὔτ' Ὀδυσεὺς δύνατο σφῆλαι, οὔδει τε πελάσσαι; vgl. noch ἔπος ἐρέω ἀδάμαντι πελάσσας, ein Wort will ich sagen, das ich dem Stahle genähert, so fest wie Stahl gemacht habe, Orak. bei Her. 7, 141. So ist auch wohl Soph. Phil. 1135 zu fassen, φυγᾷ μ' οὐκέτ' ἀπ' αὐλίων πελᾶτε, d. i. fut. = πελάσετε, ihr werdet mich nicht von der Höhle fort zu euch bewegen; μὴ πέλαζε μητρί, sc. τὰ τέκνα, Eur. Med. 91; πελάζειν σῶμά τινι, Ar. Av. 1399; sp. D.; πελάσαι χθονί, auf die Erde werfen, Ap. Rh. 1, 944. – Med. u. pass. sich nähern, an Jemand herankommen, ihn angehen, λιταῖσί σε θεοκλύτοις ἀπύουσαι πελαζόμεσθα, Aesch. Spt. 143; Eur. Or. 1279 Rhes. 776; aber μηδ' οἵ γε Πάτροκλον νηυσὶν πελασαίατο ist = zu ihren Schiffen hin, Il. 17, 341. – Dazu gehört der syncop. aor. ἐπλήμην, πλῆτο, πλῆντο, πλῆτο χθονί, er näherte sich der Erde, sank zur Erde, Il. 14, 438, wie οὔδεϊ πλῆντο 468; ἀσπίδες ἔπληντ' ἀλλήλῃσι, die Schilde näherten sich einander, 4, 449. 8, 63; auch perf. pass. πεπλημένος, Od. 12, 108; aor. pass., οὔτε Λυκίους ἐδύναντο τείχεος ἂψ ὤσασθαι, ἐπεὶ ταπρῶτα πέλασθεν, sc. τείχεσιν, Il. 12, 420; πέπλησαι, Rufin. 5 (V, 47); sp. D., einzeln auch schon Tragg., haben auch den aor. pass. ἐπλάθην, wofür sich auch ἐπλάσθην geschrieben findet, was falsch scheint, wie Aesch. μηδὲ πλασθείην γαμέτᾳ τινί, Prom. 899; vgl. πλάθω. – Wie das act. oft absolut gebraucht ist, so daß man aus dem Zusammenhange den accus. ergänzen muß, vgl. uoch οὐδ' ὁ τὸν ἂψ ὤσασθαι, ἐπεί ῥ' ἐπέλασσέ γε δαίμων, sc. αὐτὸν αὐτῷ, Il. 15, 418. 21, 93, so wird es auch intrans. gebraucht, so daß man ἑαυτόν ergänzen kann, sich nähern, nahe herankommen, ὅστις ἀϊδρείῃ πελάσῃ, Od. 12, 41; νήεσσι, sich den Schiffen nähern, Il. 12, 112; πρὸς τοῖχον, Hes. O. 734; ματρί, Pind. N. 10, 81, von ehelicher Gemeinschaft; vgl. Aesch. Suppl. 296; οἷς μὴ πελάζειν, Prom. 714. 809; ἐκ ποίας. πάτρας Ἑλληνικοῖσι δώμασιν πελάζετε, Eur. Phoen. 279, öfter; εἰς ὄψιν, I. T. 1212, wie οὐδ' ἐγὼ εἰς σὸν βλέφαρον πελάσω, El. 1332; ὅκως πελάσειε τοῖσι πολεμίοισι, Her. 9, 74; ἐς τὸν ἀριθμόν, 2, 19; einzeln bei Folgden, ὡς ὅμοιον ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει, Plat. Conv. 195 b, sprichwörtlich, gleich und gleich gesellt sich gern.