βόσκω

From LSJ
Revision as of 19:42, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βόσκω Medium diacritics: βόσκω Low diacritics: βόσκω Capitals: ΒΟΣΚΩ
Transliteration A: bóskō Transliteration B: boskō Transliteration C: vosko Beta Code: bo/skw

English (LSJ)

impf. ἔβοσκον, Ep.

   A βόσκε Il.15.548: fut. -ήσω Od.17.559, Ar.Ec.590: aor. ἐβόσκησα Gp.18.7: pf. βεβόσκηκα PMag.6.13 (iii B. C.):—Pass. and Med. (v. infr. 11); Ion. impf. βοσκέσκοντο Od.12.355: fut. βοσκήσομαι Sarap. in Plu.2.398d, Dor. βοσκησεῦμαι Theoc. 5.103: aor. ἐβοσκήθην Nic. Th.34, Babr.89.7.    I prop. of herdsmen, feed, tend, αἰπόλια Od. 14.102; ταὦς Stratt.27; ὁ βόσκων the feeder, Arist.HA540a18.    2 generally, feed, nourish, βόσκει γαῖα . . ἀνθρώπους Od.11.365, cf. 14.325; γαστέρα βοσκήσεις 17.559; πάντα βόσκουσαν φλόγα . . Ἡλίου S.OT1425; maintain, keep, ἐπικούρους Hdt.6.39; ναυτικόν Th.7.48; γυναῖκας Ar.Lys.260; οἰκέτας ib.1204, Herod.7.44: metaph., β. νόσον S.Ph.313; πράγματα β. troubles, i.e. children, Ar.V.313.    II Pass., of cattle, feed, graze, Od.21.49, etc.; ξύλοχον κάτα Il.5.162: c.acc., feed on, ποίην h.Merc.27,232, cf. A.Ag.118 (lyr.), Arist.HA591a16, al.; τινί A.Th.244.    2 metaph., to be fed or nurtured, ἰυγμοῖσι Id.Ch.26 (lyr.); κούφοις πνεύμασιν S.Aj. 558; ἐλπίσιν E.Ba.617; β. τινί or περί τι run riot in a thing, AP 5.271 (Paul. Sil.), prob. in 285 (Id.). (g[uglide]ō, cf. Lith. guotas 'herd'.)

German (Pape)

[Seite 454] fut. βοσκήσω, we id en, das Vieh hüten; εἰμποδας βοῦς βόσκ' ἐν Περκώτ ῃ Iliad. 15, 548; τόσα πώεα οἰῶν, τόσσα συῶν συβόσια, τόσ' αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν βόσκουσι ξεῖνοί τε καὶ αὐτοῦ βώτορες ἄνδρες Odyss. 14, 102; passiv. geweidet, gehütet werden, Odyss. 14, 104 ἔνθα δέ τ' αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν ἕνδεκα πάντα ἐσχατιῇ βόσκοντ', ἐπὶ δ' ἀνέρες ἐσθλοὶ ὄρονται; Iliad. 17, 62 βοσκομένης ἀγέλης βοῦν; Odyss. 21, 49 ταῦρος βοσκόμενος λειμῶνι; 12, 355 βοσκέσκονθ' ἕλικες καλαὶ βόες εὐρυμέτωποι, vgl. 12, 128 ff; von einer Insel wird Odyss. 9, 124 gesagt βόσκει δέ τε μηκάδας αἶγας; katachrestisch wird das Wort von einem Hirsche Odyss. 4, 338 gebraucht, ἔλαφος κνημοὺς ἐξερέῃσι καὶ ἄγκεα ποιήεντα βοσκομένη; von Vögeln Iliad. 15, 691, ὀρνίθων πετεηνῶν ἔθνος ποταμὸν πάρα βοσκομενάων, χηνῶν ἢ γεράνων ἢ κύκνων; von Seethieren, Odyss. 12, 97 καὶ εἴ ποθι μεῖζον ἕλῃσιν κῆτος, ἃ μυρία βόσκει ἀγάστονος Ἀμφιτρίτη: von Menschen, Odyss. 11, 365 οἷά τε πολλοὺς βόσκει γαῖα μέλαινα πολυσπερέας ἀνθρώπους; Odyss. 14, 325 καί νύ κεν ἐς δεκάτην γενεὴν ἕτερόν γ' ἔτι βόσκοι· τόσσα οἱ ἐν μεγάροις κειμήλια κεῖτο ἄνακτος; vom Bauche, Odyss. 18, 364 ὄφρ' ἂν ἔχῃς βόσκειν σὴν γαστέρ' ἄναλτον; 17, 559 σῖτον δὲ καὶ αἰτίζων κατὰ δῆμον γαστέρα βοσκήσεις. – So bes. bei Folgdn meist mit verächtlicher Nebenbedeutung, ἄνδρας ἀργούς Ar. Nubb. 330; ἐπικούρους Her. 6, 39; ναυτικὸν βόσκοντες Thuc. 7, 48; Sp.; – βόσκειν νόσον Soph. Phil. 313: übertr., ἐλπὶς βόσκει φυγάδας Eur. Phoen. 399; vgl. Soph. Ant. 1241. – Pass., geweidet werden, βοσκηθείς Nic. Th. 34; vgl. Aesch. Ch. 226; Soph. Ai. 559; Plat. Rep. IX, 586 a; βοσκησεῖσθαι Theocr. 5, 103. Aber τί, Aesch. Ag. 118, verzehren; sp. D. Uebh. schwelgen in etwas, περὶ δειρήν, ἐπὶ σοῖς ἅψεσι, P. Sil. 11. 30 (V, 272. 286). – βοσκητέον, man muß ernähren, Ar. Av. 1359.