μέτρον

From LSJ
Revision as of 19:36, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3)

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέτρον Medium diacritics: μέτρον Low diacritics: μέτρον Capitals: ΜΕΤΡΟΝ
Transliteration A: métron Transliteration B: metron Transliteration C: metron Beta Code: me/tron

English (LSJ)

τό,

   A that by which anything is measured:    1 measure, rule, μέτρ' ἐν χερσὶν ἔχοντες Il.12.422; ἐν μέτροισι ταμὼν δόνακας h.Merc.47; πάντ' ἄνδρα πάντων χρημάτων μ. εἶναι is a measure of all things, Pl.Tht.183c, cf. Protag. ap. Arist.Metaph.1053a36; μ. αὐτῷ οὐχ ἡ ψυχή, ἀλλ' ὁ νόμος X.Cyr.1.3.18.    b Math., measure, divisor, Eratosth. ap. Nicom.Ar.1.13, etc.    2 measure of content, whether solid or liquid, δῶκεν μέθυ, χίλια μ. Il.7.471; εἴκοσι δ' ἔστω μ. . . ἀλφίτου Od.2.355; ὕδατος ἀνὰ εἴκοσι μ. χεῦε 9.209, cf. Il.23.268, 741, Hes.Op.350, 600, etc.; at Samos, of the μέδιμνος, SIG976.55 (ii B.C.); in Egypt, of the ἀρτάβη, μ. δοχικόν PTeb.11.6 (ii B.C.); also of smaller units, as μ. ἑξαχοίνικον ib.105.40 (ii B.C.); μέτροις καὶ σταθμοῖς by measure and weight, Decr. ap. And.1.83; in the widest sense, either weight or measure, Φείδωνος τοῦ τὰ μ. ποιήσαντος Πελοποννησίοισι Hdt.6.127; μ. οἰνηρά, σιτηρά, Arist.EN1135a2; Κιλικίῳ μ. μετρεῖν OGI579.2 (Cilicia).    3 any space measured or measurable, length, size, in pl., dimensions, μέτρα κελεύθου the length of the way, Od.4.389; μέτρα θαλάσσης Hes.Op.648, Orac. ap. Hdt.1.47; μορφῆς μέτρα bodily dimensions, E.Alc.1063; τὰ μ. τοῦ λίθου its distances from a given point in given directions, its position, Hdt.2.121.ά, cf. Pl.Lg. 843e, Plu.Sol.23; ἄστρων μέτρα S.Fr.432.8; ἀπέχει . . θαλάσσης μέτρον ἑξήκοντα σταδίους Th.8.95; τῷ Ἴστρῳ ἐκ τῶν ἴσων μ. ὁρμᾶται [ὁ Νεῖλος] starts from the same distances as (i.e. the position corresponding to the source of) the Ister, Hdt.2.33; εἰδέναι τὴν ἑαυτοῦ χώραν μέτρῳ καὶ τόπῳ X.Cyr.8.5.3; ἐντὸς τῶν μ. τετμημένον μέταλλον Hyp.Eux.35; later of Time, duration, μέτρα βίοιο ἄρκια APl.4.333 (Antiphil.); ἐτέων μέτρα, ὡράων μέτρον, AP7.334,9.481; μέτρα ἐνιαυτῶν, νυκτός, Arat.464.731; χρονικὰ μ. Simp. in de An.299.37.    b limit, goal, ὅρμου μ. the goal which is the mooring-place, Od.13.101; ἥβης μ. ἱκέσθαι the term which is puberty, Il.11.225, Hes. Op.132; but, ἥβης μ. ἔχειν full measure of youthful vigour, ib. 438, Thgn.1119; σοφίης, γνωμοσύνης μ. Sol.13.52, 16.2.    4 due measure or limit, proportion, μέτρα φυλάσσεσθαι Hes.Op.694; χρὴ κατ' αὐτὸν παντὸς ὁρᾶν μέτρον Pi.P.2.34; μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων, μέτρα δὲ καὶ κατέχων Id.I.6(5).71; κατὰ μέτρον Hes.Op.720; πίνειν ὑπὲρ μέτρον Thgn.498; προστιθεὶς μ. A.Ch.797 (lyr.); τί μ. κακότατος ἔφυ; S.El.236 (lyr.); μ. ἔχει have a moderating power, Pl.Lg.836a; πλέον πίνειν τοῦ μέτρου Id.R.621a; μ. ἔχειν Id.Lg.957a; μέτρῳ, = μετρίως, καταβαίνειν Pi.P.8.78; οὐδεὶς τῷ μ. τὸ πίνειν ἔστεργε Alciphr. 3.32.    5 τίς ἱππείοις ἐν ἔντεσσιν μέτρα . . ἐπέθηκ' checks, i.e. bits, Pi.O.13.20.    II metre, Ar.Nu.638, 641, etc.; opp. μέλος (music) and ῥυθμός (time), Pl.Grg.502c, etc.; λόγους ψιλοὺς εἰς μέτρα τιθέντες putting into verse, Id.Lg.669d; τὰ ἐν μέτρῳ πεποιημένα ἔπη X.Mem. 1.2.21.    2 pl., verses, Pl.Ly.205a. (I.-E. *métro-m from *métro-m 'measuring instrument', cf. Goth. mitan 'measure'.)

German (Pape)

[Seite 163] τό, 1) das Maaß; – a) das Werkzeug zum Messen, der Maaßstab, Il. 12, 422; u. im weitern Sinne, Maaß und Gewicht, Her. 6, 127; vgl. Eur. μέτρ' ἀνθρώποισι καὶ μέρη σταθμῶν ἰσότης ἔταξε, Phoen. 544; πλοίῳ ἐς πεντακόσια τάλαντα ἄγοντι μέτρα, Thuc. 4, 118. – Bes. b) das Maaß für flüssige u. trockene Dinge, auch das damit Gemessene, μέτρα οἴνου, ὕδατος, ἀλφίτου, Il. 7, 471 Od. 2, 355. 9, 209; vgl. Il. 23, 268, τέσσαρα μέτρα κεχανδότα λέβητα, u. 741, ἓξ δ' ἄρα μέτρα χάνδανεν, nämlich ὁ κρητήρ, woraus hervorgeht, daß der Dichter ein Maaß von bestimmter Größe meint. – c) jeder gemessene oder meßbare Raum, μέτρα κελεύθου, die Maaße, die Länge des Weges, Od. 4, 389. 10, 539; μέτρον ὅρμου, der Raum des Hafens, 13, 101, öfter; μέτρον ἥβης, z. B. εἰ ἥβης μέτρον ἵκοντο, 11, 317; μέγας ἐσσὶ καὶ ἥβης μέτρον ἱκάνεις, 18, 217. 19, 532, wie Hes., das volle Maaß der Jugend, d. i. die Zeit der vollsten Jugendblüthe erreicht haben, wie Eur. σοὶ ταὐτὸν ἥβης εἶχ' ἂν μέτρον, Ion 354; Sol. 5, 32 σοφίης μέτρον, das volle Maaß der Weisheit, die vollkommne Weisheit; sp. D. – Auch in Prosa gew., Thuc. ἀπέχει τῆς πόλεως θαλάσσης μέτρον ἑξήκοντα σταδίους, 8, 95; ἵνα εἴη μέτρον τι ἐναργὲς πρὸς ἄλληλα βραδυτῆτι καὶ τάχει, Plat. Tim. 39 d; τὴν μέτρῳ ἴσην καὶ σταθμῷ καὶ ἀριθμῷ, Legg. VI, 757 b; πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπον εἶναι, Theaet. 152 a, öfter; ὥςπερ ὑπὲρ σταθμῶν ἢ μέτρων τὸ ἴσον σκοπούμενοι, die Gleichheit in Gewichten und Maaßen, Dem. ep. 3 p. 640, 25. – 2) das rechte Maaß zwischen zu wenig u. zu viel, Ebenmaaß, Gleichmaaß, u. übertr. Mäßigung; ἕπεται ἐν ἑκάστῳ μέτρον, Jegliches hat sein Maaß, Pind. Ol. 13, 46; παντὸς ὁρᾶν μέτρον, in Allem auf das rechte Maaß sehen, P. 2, 34; κερδέων μέτρον θηρευέμεν χρή, N. 11, 47; vgl. auch I. 5, 67; προστιθεὶς μέτρον, Aesch. Ch. 786; καί τι μέτρον κακότητος ἔφυ, Soph. El. 229; μέτρον ἂν ἔχοι τὰ δικαστήρια, Plat. Legg. XII, 957 a; Sp., μέτρον ἐπακτέον πῷ πράγματι, Luc. hist. conscr. 9; τὸ μέτρον τῆς μιμήσεως ὑπερβαίνειν, salt. 82; – μέτρῳ, κατὰ μέτρον, mäßig, mit Maaß. – 3) das Vers- oder Sylbenmaaß; φράσω δὲ ἄνευ μέτρου, Plat. Rep. III, 393 d; ἐν μέτρῳ ὡς ποιητής, ἢ ἄνευ μέτρου ὡς ἰδιώτης, Phaedr. 258 d, öfter; vgl. ἐν μέλει ἤ τινι ἄλλῳ μέτρῳ, Rep. X, 607 d, wie μέλεσί τε καὶ μέτροις, Conv. 187 d; λόγους ψιλοὺς εἰς μέτρα τιθέντες, in Verse bringen, Legg. II, 669 d; οὔτι τῶν μέτρων δέομαι ἀκοῦσαι ἀλλὰ τῆς διανοίας, nicht die Verse, Lys. 205 a; Folgde. Bei den Metrikern ist μέτρον theils ein einzelner Versfuß im daktylischen u. anapästischen Rhythmus, theils eine Verbindung von zwei Versfüßen im jambischen und trochäischen, dah. ἑξάμετρος, δίμετρος στίχος.