προσορμίζω

From LSJ
Revision as of 11:20, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσορμίζω Medium diacritics: προσορμίζω Low diacritics: προσορμίζω Capitals: ΠΡΟΣΟΡΜΙΖΩ
Transliteration A: prosormízō Transliteration B: prosormizō Transliteration C: prosormizo Beta Code: prosormi/zw

English (LSJ)

   A bring a ship to anchor at or near, Κνίδῳ προσορμίσαι (sc. τὴν ναῦν) Luc. Am.11, cf. PTeb.802.11 (ii B.C.); π. τοῖς αἰγιαλοῖς Iamb.VP3.14; πρὸς τὴν Σιφνίων χώραν IG12(5).653.12 (Syros, perh. i B.C.):—in early writers only Med., come to anchor near a place, ἔα τὰς νέας πρὸς τὴν Δῆλον προσορμίζεσθαι Hdt.6.97; πρὸς τουτους (sc. λιμένας) μὴ προσορμίζου D.25.84; ποῖ οὖν προσορμιούμεθα; Id.4.44; προσορμισάμενος τῇ Σαμοθρᾴκῃ Plu.Aem.26:—later in Pass., προσορμισθεὶς τῷ αἰγιαλῷ Arr.An.6.20.4, cf. Plu.2.601f; τῇ Νάξῳ προσωρμίσθη Ael.VH8.5, cf. Ev.Marc.6.53: metaph., π. τοῖς μύθοις Philostr.Her.11; εὐγένειαι π. τοῖς φαυλοτάτοις Ph.2.38 (nisi leg. προσοριζ-).

German (Pape)

[Seite 775] bei einem Orte das Schiff vor Anker legen, u. med. sich mit dem Schiffe vor Anker legen oder in den Hafen einlaufen, προσορμίζεσθαι πρὸς τὴν νῆσον, Her. 6, 97; ποῖ δὴ προσορμιούμεθα, Dem. 4, 44, vgl. 25, 84; νήσῳ, D. Hal. 1, 53; Plut. Aem. Paul. 26.

Greek (Liddell-Scott)

προσορμίζω: φέρω πλοῖόν τι εἰς ἀγκυροβολίαν ἢ πλησίον, Κνίδῳ προσορμίσαι [ἐξυπακ. τὴν ναῦν] Λουκ. Ἔρωτ. 11· οὕτω, πρ. τοῖς αἰγιαλοῖς Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 3· - ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσιν ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἀγκυροβολῶ πλησίον τόπου τινός, ἔα τὰς νέας πρὸς τὴν νῆσον προσορμίζεσθαι Ἡρόδ. 6. 97· πρὸς τούτους (δηλ. τοὺς λιμένας) μὴ προσορμίζου Δημ. 795. 15· ποῖ οὖν προσορμιούμεθα; ὁ αὐτ. 52. 28· προσορμισάμενος τῇ Σαμοθρᾴκῃ Πλουτ. Αἰμίλ. 26· οὕτω παρὰ μεταγεν. ἐν τῷ παθ., προσορμισθεὶς τῷ αἰγιαλῷ Ἀρρ. Ἀν. 6. 20· τῇ Νάξῳ προσωρμίσθη Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 8. 5, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ς´, 53· - μεταφορ., πρ. τοῖς μύθοις Φιλόστ. 717.