κατακαίω

From LSJ
Revision as of 11:23, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακαίω Medium diacritics: κατακαίω Low diacritics: κατακαίω Capitals: ΚΑΤΑΚΑΙΩ
Transliteration A: katakaíō Transliteration B: katakaiō Transliteration C: katakaio Beta Code: katakai/w

English (LSJ)

Att. κατακάω [ᾱ], Ep. inf.

   A κατακαιέμεν Il.7.408: fut. -καύσω Ar.Lys.1218: aor. κατέκαυσα Th.7.25; Ep. 3sg. κατέκηε Il.6.418; 1pl. subj. κατακήομεν (v.l. -κείομεν) Il.7.333; inf. κατακῆαι Od.11.46, κακκῆαι ib.74 (v.l. -κεῖαι): pf. -κέκαυκα X.HG6.5.37, Phld. Acad.Ind.p.69M.:—Pass., fut. -καυθήσομαι Ar.Nu.1505, -καήσομαι 1 Ep.Cor.3.15: aor. κατεκαύθην (the Att. form) Hdt.4.69, 6.101, κατεκάην Id.1.51, 2.107; Lacon. inf. -καῆμεν Plu.Lyc.20; -εκαύσθην Chron.Lind.D.41: pf. -κέκαυμαι And.1.108:—burn completely, in Hom. of sacrifices and dead bodies, κατακήομεν αὐτούς Il.7.333; μιν κατέκηε σὺν ἔντεσι 6.418; κ. τοὺς μάντιας burn them alive, Hdt. 4.69; ζῶντα κατακαυθῆναι Id.1.86, cf. 2.107; of cities and houses, etc., κατὰ μὲν ἔκαυσαν . . πόλιν Id.8.33; κατεκαίετο ὁ ἐν Δελφοῖσι νηός Id.1.50; [οἰκίη] κατεκάη Id.4.79; κατακαυθέντων ἱρῶν Id.6.101; τείχη -κεκαυμένα And. l.c.; γῆ κατακεκαυμένη burnt earth, Arist. Mete.358a14; Κατακεκαυμένη, name of the upper valley of the Hermus, in Lydia, Str.13.4.11, cf. κατακεκαυμενίτης; of the fingers, to be burnt with hot food, Porph.Abst.4.15; also κ. τὴν κοιλίαν PMagd.33.4 (iii B.C.).    2 of hot winds, parch, τὰ ἐκ τῆς γῆς PHib.1.27.73 (iii B.C.), al.    3 metaph., ὁ ἔρως ἐμέ . . κατακέκαυκεν Lyr.Alex.Adesp.8 (c):—Pass., τὰ στόματα -κάεται ἐπὶ τέχνην Anaxandr. 33.6; -καίομαι καταλελειμμένη Lyr.Alex.Adesp.1.24.    II Pass., of fire, κατὰ πῦρ ἐκάη had burnt down, burnt out, Il.9.212.

German (Pape)

[Seite 1351] (s. καίω), att. -κάω, wie Isocr. 4, 155, verbrennen; den Leichnam, ἀλλ' ἄρα μιν κατέκηε σὺν ἔντεσι Il. 6, 418, ἀλλά με κακκῆαι Od. 11, 74; so auch κατακῆαι, 10, 533. 11, 46 Bekker, Wolf κατακεῖαι, wie Il. 7, 408 κατακειέμεν, Bekker κατακαιέμεν; κατακήομεν αὐτούς, conj. aor., Il. 7, 333; oft in tmesi, wie κατὰ πίονα μηρί' ἔκηα u. κατὰ μῆρ' ἐκάη, 1, 40 Od. 3, 461; κατὰ πῦρ ἐκάη, das Feuer war niedergebrannt, Il. 9, 212; τῇ λαμπάδι ὑμᾶς κατακαύσω Ar. Lys. 1218; κατακαίουσι τοὺς μάντιας Her. 4, 69; ἡ οἰκίη κατεκάη 4, 79; κατακαυθέντων ἱρῶν 6, 101; Thuc. 2, 4; κατακεκαύκασιν Xen. Hell. 6, 5, 37; κατεκέκαυτο 50; ἕως ἂν κατακαυθῇ Plat. Phaed. 86 c; κατακαυθήσομαι Ar. Nubb. 1505; κατακέκαυμαι Andoc. 1, 108; κατακαήσεται I. Cor. 3, 15.

Greek (Liddell-Scott)

κατακαίω: Ἀττ. -κάω ᾱ, Ἐπικ. ἀπαρ. κατακαιέμεν, Ἰλ. Η. 408: μέλλ. -καύσω Ἀριστοφ. Λυσ. 1218: ἀόρ. κατέκαυσα Θουκ. 7. 25· Ἐπικ. κατέκηα· α΄ πληθ. ὑποτ. κατακήομεν ἢ -κείομεν (ἀντὶ -κήωμεν) Ἰλ. Η. 333· ἀπαρ. κατακῆαι Ὀδ. Λ. 46, κακκῆαι αὐτόθι 74 (μετὰ διαφ. γραφ. -κεῖαι): πρκμ. -κέκαυκα Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 37.- Παθ., μέλλ. -καυθήσομαι Ἀριστοφ. Νεφ. 1505: ἀόρ. κατεκαύθην καὶ κατεκάην, ἀμφότερα παρ’ Ἡροδ., ὧν τὸ α΄ λέγεται ὅτι εἶναι ὁ Ἀττ. τύπος: πρκμ. -κέκαυμαι Ἀνδοκ. 14. 36, Ξενοφ. (πρβλ. καίω). Καίω, ἐντελῶς, καίων καταστρέφω, ἐξαφανίζω, παρ’ Ὁμήρῳ ἐπὶ τῆς καύσεως θυμάτων καὶ νεκρῶν πτωμάτων, κατὰ πίονα μηρί’ ἔκηα Ἰλ. Α. 40· κατὰ μῆρ’ ἐκάη Γ. 460· κατακήομεν αὐτοὺς Ἰλ. Η. 333· μιν κατέκηε σὺν ἔντεσι Ζ. 418· οὕτω, κ. τοὺς μάντιας, ἔκαυσαν αὐτοὺς ζῶντας, Ἡρόδ. 4. 69· ζώοντα κατακαυθῆναι ὁ αὐτ. 1. 86, πρβλ. 2. 107· - ἀκολούθως ἐπὶ πόλεων, οἰκιῶν, κτλ., κατὰ μὲν ἔκαυσαν… πόλιν ὁ αὐτ. 8. 33· κατεκαίετο ὁ ἐν Δελφοῖσι νηὸς ὁ αὐτ. 1. 50· Η οἰκίη κατεκάη ὁ αὐτ. 4. 79· κατακαυθέντων τῶν ἱρῶν ὁ αὐτ. 6. 101, πρβλ. Ἀνδοκ. 14. 36· γῆ κατακεκαυμένη, μέρος κεκαυμένον, ἠφαιστειῶδες, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 21· Κατακεκαυμένη ἦτο τὸ ὄνομα τῆς ἄνω κοιλάδος τοῦ Ἕρμου ἐν Λυδίᾳ, Στράβ. 628· καὶ ὁ ἐκεῖθεν ἐξαγόμενος οἶνος ἐκαλεῖτο κατακεκαυμενίτης. II Παθ. ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ πυρός, κατὰ πῦρ ἐκάη, εἶχε τελειώσῃ, Ἰλ. Ι. 212.