μάγευμα
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
English (LSJ)
[ᾰ], ατος, τό,
A piece of magic art: in pl., charms, spells, E. Supp.1110, v.l. in Hp.Morb.Sacr.18; φάρμακα καὶ μ. ἀκολάστων γυναικῶν Plu.2.752c (pl.).
German (Pape)
[Seite 79] τό, Zaubermittel, βρωτοῖσι καὶ στρωμναῖσι καὶ μαγεύμασιν παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥςτε μὴ θανεῖν, Eur. Suppl. 1110, wo früher μαντεύμασι stand, u. M. Anton. 7, 51 μαγγανεύμασι las, nach Plut. Consol. Apoll. p. 339 richtige Lesart. Bes. künstliche Zubereitung der Speisen, εἰς μακελεῖα καὶ κοπίδας καὶ φάρμακα καὶ μαγεύματα καθειργνύμενον ἀκολάστων γυναικῶν, Plut. Amator. 6.
Greek (Liddell-Scott)
μάγευμα: τό, (μᾰγεύω) μαγευτικὸν τέχνασμα, ἢ τέχνης μαγευτικῆς ἀποτέλεσμα· ἐν τῷ πληθ., θέλγητρα, μαγεία, ἀπάτη μαγική, Εὐρ. Ἱκέτ. 1110· - ἐπὶ τροφῆς ἐντέχνως παρεσκευασμένης, Πλούτ. 2. 752Β.